Η αλληλεπίδραση των ιδεών μετά το Μέγα Αλέξανδρο

  • Post category:Ιστορία
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

Συνοπτικά: Η κλίμακα της εμπειρίας και του κόσμου μεγεθύνεται μέχρι το όριο της οικουμένης – του όλου. Ενώ η μέριμνα του νου στρέφεται κύρια προς την μερικότητα μέχρι το όριό της – τη μονάδα, την ατομικότητα.

Αυτό το δίπολο της αίσθησης (κοσμοπολιτισμός – ατομικότητα) αποτελεί το πλαίσιο, όπου οργανώνεται ο νους της ελληνιστικής εποχής. Και το θεμελιακό ερώτημα που τον απασχολεί: Η ενότητα της πολλαπλότητας. Ακριβέστερα, η φύση και η συνοχή του όλου, που αποτελείται από στοιχεία ετερόκλητα, ετερογενή.

Η προηγούμενη εικόνα του κόσμου ήταν απλή: Υπήρχαν ισχυρές συσσωματώσεις συλλογικού ναρκισσισμού – κυρίαρχα «εμείς», όπως αυτά που επικαλείται ο Αισχύλος στο επιτύμβιο επίγραμμά του. Ανάμεσά τους, η σχέση ήταν εξωτερική – ουδετερότητα (π.χ. έλληνες-αιγύπτιοι), ή αμοιβαίος αποκλεισμός (έλληνες-βάρβαροι), ή αντιπαλότητα (έλληνες-πέρσες).

Στην ελληνιστική της εκδοχή, η εικόνα του κόσμου είναι αλλιώτικη: Τα στεγανά δεν αντέχουν, χάνουν. Γλώσσες, ιδέες, πρόσωπα και πράγματα έρχονται σε επαφή και σύμμειξη. Αναπτύσσεται η τάση «διπλής ένταξης» (ή και πολλαπλής) – π.χ. αθηναίος και έλληνας και κοσμοπολίτης… Η συνοχή του όλου δεν εξασφαλίζεται ούτε με την ταυτότητα ουσίας των μερών του (φυλή, γένος, πόλη-κράτος), ούτε με τον εξωτερικό καταναγκασμό (όπως στην περσική αυτοκρατορία). Αλλά βασίζεται στην αλληλεξάρτηση των μερών, στη διαρκή ανταλλαγή ύλης, ενέργειας και πληροφορίας μεταξύ τους. Πράγματα, άνθρωποι, ιδέες διακινούνται σε ένα κοινό, ή έστω οικείο και αμοιβαία συμβατό περιβάλλον γλώσσας, νομίσματος, τρόπου ζωής, θεσμών, διοίκησης, δραστηριοτήτων. Ενώ η φύση και υπόσταση του μέρους δεν είναι αναγώγιμη, με κανένα τρόπο, σε οποιαδήποτε κοινή ουσία, που θα μπορούσε να το εξομοιώσει με τα άλλα.

Η στροφή της επιστήμης προς την εμπειρική μερικότητα και την εξειδίκευση και της φιλοσοφίας προς την ατομική ευτυχία, έστω και με όρους στωϊκής καρτερίας ή του επικούρειου «λάθε βιώσας», φτάνει τελικά μακριά πολύ – σχεδόν στη σύγχρονη ευαισθησία και επιστημολογία. Η μη-αναγώγιμη ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα του στοιχείου μορφοποιείται τόσο στον στωϊκό νομιναλισμό («υπάρχουν μόνο άτομα, το γενικό είναι μια γλωσσική αφαίρεση»), όσο και στην επικούρεια αίσθηση ιδιαιτερότητας και αυτάρκειας κάθε στιγμής – όπως, άλλωστε, και στην κυνική και σκεπτική αμφισβήτηση. Ενώ η αίσθηση οργανικής ενότητας του όλου, πέρα από τον κοσμοπολιτισμό και τον συγκρητισμό, θα βρει την κορυφαία συστηματική της διατύπωση τόσο στην επικούρεια υλιστική αντίληψη για την καθολικότητα των φυσικών αιτίων, όσο και στη στωϊκή σύλληψη: Ο κόσμος είναι ένα όλον, οργανικά συνεκτικό μέσα από την αμοιβαία συμπάθεια των πάντων, μέσα από τα αόρατα πλέγματα της αιτιότητας, μέσα από τον κοινό, σπερματικό λόγο, την ειμαρμένη. Ή, με άλλα λόγια: Η ενότητα της πολλαπλότητας, η συνοχή του όλου που απαρτίζεται από ετερογενή στοιχεία, δεν οφείλεται σε εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά στην εσωτερική λογική και δυναμική του. Και η τάξη του, η δομή και η οργάνωσή του, δεν αντιπροσωπεύουν εξωτερική συμπαράθεση, αλλά λειτουργική απαρτίωση σε ένα ενιαίο σύστημα, χάρη στη διαρκή ροή της πληροφορίας – με τον τρόπο που εικονογραφούσε άριστα η συνεκτική λειτουργία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην ετερόκλητη ελληνιστική οικουμένη.