Αρχιτεκτονική και φαντασίωση

  • Post category:Αρχιτεκτονική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπ.

Εδώ λοιπόν αρχίζει το σατανικό μέρος της υπόθεσης. Πέρα από το ότι «ο άλλος» είναι μια μυστήρια οντότητα από μόνος του, και η ίδια η διατύπωση του αιτήματος είναι μία εξίσου μυστήρια και αστάθμητη υπόθεση: «Πώς θα το εκφράσω, θα του το πω, είναι αυτό που του λέω επαρκές ως προς αυτό που θέλω, πώς θα το πάρει, θα προσέξει, θα καταλάβει, θα συγκατανεύσει, θα μπορεί κλπ.». Η διατύπωση του αιτήματος είναι ένα περίπλοκο και περίτεχνο έργο που πρέπει να παιχτεί και να πραγματωθεί – ακριβέστερα, έργο και με την έννοια της φυσικής. Αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη πλοκή που πρέπει να μπορέσει να λειτουργήσει, για να τα βγάλει πέρα η ψυχή με τέτοια απλά πράγματα, όπως είναι εκείνα που διατυπώνει το αίτημα: Το «δώσε μου (γάλα, στοργή, αγάπη κλπ)», το «μίλα μου», «κράτα με», «πάρε αυτό που προσφέρω», «μη φύγεις» κλπ.

Αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Η πιο σπουδαία όψη ως προς το θέμα που συζητάμε, ωστόσο, είναι το ότι ποτέ δεν είναι δυνατόν να διατυπώσεις πλήρως και να προσληφθεί πλήρως από τον άλλον το αίτημά σου, έτσι ώστε να περιγράφει ακριβώς τις συνθήκες της πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης και να διασφαλίζει τους όρους αναπαραγωγής της στο παρόν της ανάγκης και του αιτήματος. Κι αυτό για χίλιους λόγους. Για παράδειγμα, σε ένα μυθιστόρημα της Τόνι Μόρισον (το «Αγαπημένη»), είναι ένας που τον κοροϊδεύουν «γαλατά» – ένα παιδάκι μαυράκι, το οποίο το λένε έτσι γιατί είναι 9 χρονών, εάν θυμάμαι καλά, και έχει ακόμα τη συνήθεια, αυτός και η μαμά του, να πηγαίνει ο πιτσιρικάς και να τον θηλάζει η μαμά του. Κι έτσι τον λένε «ο γαλατάς». Αυτό δεν είναι εύκολο να συμβαίνει πάντα. Δηλαδή, έτσι και περάσουν τα δύο, τρία χρόνια στην ηλικία, το αίτημα «θήλασέ με» γίνεται λίγο άκαιρο – και πάνω από τα 33 αρχίζει και γίνεται και τεχνικά αδύνατο: Η μαμά σου έχει γεράσει, εσύ τώρα πού να χωρέσεις στην αγκαλιά της, πρέπει να κόψεις και το μουστάκι κλπ. – και ιστορίες δηλαδή παρδαλές και δύσκολες… Και το αποτέλεσμα είναι ότι το ζητούμενο δεν είναι πραγματώσιμο για πάρα πολλούς λόγους.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι υπάρχει μια σειρά τεχνικών-ιστορικών λόγων, που κάνουν το αίτημα ποτέ να μη μπορεί να αποδώσει επαρκώς το τι είναι το ζητούμενο – δηλαδή, η αναβίωση της πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης. Αυτή είναι όμως στην ουσία η ελάσσων πλευρά του προβλήματος. Η μείζων είναι η εξής: Η πρώτη εμπειρία ικανοποίησης, το πρώτο σύνολο εμπειριών ικανοποίησης αποτυπώθηκε περιληπτικά σαν ίχνος μόνιμο πλέον μέσα στην ψυχή. (Αυτό είναι ένα εμπειρικό εύρημα της ψυχανάλυσης, ότι τα ίχνη που μένουν στο ασυνείδητο και σχετίζονται με τέτοιες ικανοποιήσεις είναι ακατάστρεπτα. Δεν σβήνουν ποτέ. Έτσι, για παράδειγμα, εμφανίζονται στα όνειρα π.χ. με τη λογική της υπερμνησίας, όπως λέγεται. Θυμάσαι απίστευτες λεπτομέρειες μέσα στο όνειρο, που στην ξύπνια σου ζωή δεν μπορείς να τις θυμηθείς. Πρόκειται για ίχνη στο ασυνείδητο, που δεν καταστρέφονται ποτέ.)

Η ιδέα λοιπόν είναι ότι οι πρώτες εμπειρίες ικανοποίησης είχαν την εξής (μοιραία) ιδιότητα: Ήταν αδιαμεσολάβητες από το αίτημα – από κάθε αίτημα. Δηλαδή, στην πρώτη φάση της ζωής σου, προφανώς δεν ήξερες τι είναι αυτό που σου συμβαίνει – δεν διέθετες ψυχική παράσταση και κάποιου είδους κατανομασία για την βιούμενη «κατάσταση ανάγκης». Το πεινάω ήταν μια πολύ διάχυτη κατάσταση, η οποία δεν αντιστοιχεί σε ψυχική μορφή και αντικείμενο συγκεκριμένο που ζητάς, ούτε ξέρεις τι θα σου προκύψει ως προς την ικανοποίησή της. Αυτά έρχονται από τον κόσμο επειδή είναι διαθέσιμος. Αυτό μάλιστα κατοπινά μεταγράφεται σε μια τυπική μυθοπλασία: το περίφημο «Αγάπα με όπως θέλω και γι’ αυτό που είμαι» κι όχι γιατί σου το ζητάω, ούτε γιατί σου το λέω και σου περιγράφω πώς το θέλω, ούτε γιατί ανταποκρίνομαι σε οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, ούτε καν γιατί κάνω ο,τιδήποτε: Απλώς και μόνο επειδή υπάρχω, άνευ ετέρου προσδιορισμού… Στην ουσία, όλο αυτό το παιχνίδι σημαίνει τον διακαή πόθο επιστροφής στον πρώτο παράδεισο εκείνο, όπου η ικανοποίηση δεν προϋπέθετε διατύπωση και απεύθυνση αιτήματος και η απόλυτη διαθεσιμότητα της άνευ όρων αγάπης ήταν δεδομένη – ήταν ο κόσμος και αυτό αρκούσε για τα πάντα. Πράγματι, όταν φτάσεις να ζητήσεις ο,τιδήποτε από κάποιον, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι πρώτα και κύρια του λες «σου ζητάω να μ’ αγαπήσεις». Όλα τα αιτήματα έχουν μέσα ένα αίτημα αγάπης. Γιατί, εάν δεν καταστεί δυνατόν να σε αγαπήσει ο άλλος, δηλαδή να ενδιαφερθεί, να ακούσει και να συγκατανεύσει και να σου δώσει κάτι από την ψυχή του (αυτό είναι, ως ζητούμενο, η αγάπη), τότε δεν πρόκειται να γίνει τίποτα – τα λες στο βρόντο, στην καλύτερη περίπτωση. Άρα πίσω από κάθε αίτημα για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πράγμα υπάρχει ένα αίτημα αγάπης. Όμως ένα τέτοιο αίτημα δεν υπήρχε στις πρώτες μας εμπειρίες ικανοποίησης. Τα πρώτα γραψίματα στην ψυχή, τα πρώτα ίχνη, εκείνα που οδηγούν τη συνέχεια της διαδικασίας, η πρωταρχική και ακατάλυτη εγγραφή του αντικειμένου και της όλης συνθήκης που οδήγησε στην πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης είναι αδιαμεσολάβητα από το αίτημα. Πρόκειται για θεμελιώδες γνώρισμα, για συστατικό, πρωτογενή, ειδοποιό προσδιορισμό της πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης, που θησαυρίζεται στο ίχνος, το οποίο έκτοτε την ενσαρκώνει (σάρκα σημαίνουσα) στο πεδίο της ψυχικής πραγματικότητας. Οπότε, όλα όσα στην πορεία προσπαθούμε να διατυπώσουμε υπό μορφήν αιτήματος (μιας κουβέντας λεκτικής ή μη προς τον άλλον, μιας έκφρασης που ζητάει κάτι) έχουν το ελάττωμα ότι πολεμάς να κρατήσεις το νερό μέσα στο κοφίνι. Δηλαδή, θα βραχεί το κοφίνι, κάτι θα κρατήσει, αλλά θα φύγει και ένα μέρος από το νερό. Κι έτσι πάντα υπάρχει κάτι που (όπως βλέπουμε στην Εικονογράφηση ΙΙΙ) περισσεύει, ένα υπόλοιπο. Πρόκειται για υπολειμματικά “θραύσματα”, που είναι αναγκαία και αναπόφευκτα. Και δείχνουν ότι η αναζήτηση, που κινητοποιείται από την ανάγκη, φτιάχνει ένα αίτημα, αλλά το αίτημα ανεπαρκεί πάντοτε, και ως διατύπωση προς τον άλλον και ως δυνατότητα απάντησης του άλλου, για να ξαναζήσω αυτό που στ’ αλήθεια λαχταρώ, δηλαδή μια επανάληψη της πρωταρχικής εμπειρίας ικανοποίησης. Στην καλύτερη περίπτωση, το αίτημα είναι προσέγγιση δική μου σε αυτό που (ανα)ζητώ – όπως επίσης, προσέγγιση του άλλου σε αυτό που ζητάω, η απάντηση.