Αρχιτεκτονική και φαντασίωση

  • Post category:Αρχιτεκτονική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπ.

Όποτε η επιθυμία πάει να συναντήσει την πραγματικότητα (δηλαδή, όποτε γίνεται αίτημα, παραφράζεται σε αιτήματα) πάντα κάτι δεν θα συναντηθεί. Κυρίως για τον λόγο που είπαμε μεταξύ των άλλων – ότι το απόλυτο κι αληθινό (ανα)ζητούμενο, η πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης, δεν εμπεριέχει, δεν προϋποθέτει ούτε και έχει θέση για το αίτημα. Για παράδειγμα, στη φαντασίωση της αρχιτεκτόνισσας που σας αφηγήθηκα, ήρθε ο άλλος μόνος του, δεν του είπε εκείνη «Έλα». Είναι πολύ απλά μερικά πράγματα. Λοιπόν, η ιδέα είναι ότι με αυτά τα θραύσματα κινείται η ψυχή, πλάθοντας σενάρια που σκηνοθετούν την ικανοποίηση της επιθυμίας. Αυτό είναι τεχνικά η φαντασίωση – η γένεση του μηχανισμού της φαντασίωσης και η λογική της φαντασίωσης μέσα στην ψυχή.

Στην ουσία, αυτό που λέμε είναι το εξής: Η φαντασίωση είναι το πλαίσιο και το φίλτρο που επιτρέπει στον καθένα να πλάθει έναν κόσμο όπου τα πράγματα έχουν ενδιαφέρον και αξία – υποκειμενική σημαντικότητα. Αυτό έχει τεράστια σημασία για κάθε τέχνη. Αν θέλετε, η τέχνη δανείζεται το υλικό της από τον κόσμο, από τα πράγματα του κόσμου, ακόμη και τα νοερά – αν θεωρήσουμε νοερά πλάσματα π.χ. τις λέξεις. (Δεν είναι και τόσο προφανές. Μην κοροϊδευόμαστε. Δεν μπορεί κανείς κατ’ επιλογήν να καταργήσει μία λέξη. Μπορεί να την καταργήσει από την προσωπική του χρήση της γλώσσας, όμως αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει ανεξάρτητα, για να μην πούμε ότι και η απουσία της θα γίνεται αισθητή… Αυτό σημαίνει για τη λέξη ύπαρξη υλική, ανεξάρτητη από την προσωπική μας παράσταση και θέληση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με άλλες νοερές οντότητες, όπως π.χ. οι συλλογικές αφηγήσεις, τύπου «μύθοι, θρύλοι, ιστορίες, Ιστορία»). Αυτό που κάνουμε σε κάθε τέχνη, με κάθε πράξη δημιουργίας, είναι ότι προσδίδουμε σε κάτι μια νέα σημασία, που αναδεικνύει σε ενδιαφέρον και άξιο ψυχικής επένδυσης κάτι από τα πράγματα του κόσμου. Η εν λόγω ανάδειξη του υλικού σε σημαντικό είναι έργο της φαντασίωσης. Για να το πούμε επιγραμματικά: Για να επιθυμώ κάτι ή κάποιον, δηλαδή για να έχει για μένα προσωπική αξία τέτοια που να του πω «Έλα στον κόσμο μου, υπάρχει εκεί μια θέση σπουδαία για σένα» και να πολεμήσω γι’ αυτό, ή με τη φαντασία ή μεταφορικά είτε ακόμη με πράξεις, αιτήματα, ενέργειες, ο,τιδήποτε…ֹ επιθυμώ λοιπόν σημαίνει, εμπλέκω κάτι ή κάποιον στη θεμελιακή μου φαντασίωση. Αυτή είναι η λειτουργία που χαρακτηρίζει τη μηχανή της επιθυμίας. Ότι δηλαδή από τα πράγματα του κόσμου (πρόσωπα, ζώα, πράγματα ή νοερά πλάσματα, ιδέες, παραστάσεις…) επιλέγω μερικά, με κριτήρια όχι τυχαία, αλλά ιστορικά (που να παραπέμπουν κάπως στο ίχνος) και προσπαθώ να ανασημάνω το θραύσμα, ώστε να ξανασυναντήσω το όλον. Αυτός είναι, όπως ξέρετε, ο βαθύς καημός κάθε καλής τέχνης (η αρχιτεκτονική συμπεριλαμβάνεται): Αφού δεν μπορεί ν’ αναπλάσει το όλον (γιατί θα έπρεπε να ξαναφτιάξει τον κόσμο – και ξέρετε πόσο είναι δύσκολο να φτιάξεις δεύτερη φορά τον κόσμο για να είναι τέλειος κλπ…), τουλάχιστον μέσα στο μέρος (εκεί που μπορεί ο τεχνίτης να δουλέψει δημιουργώντας) να σημαίνεται κάτι από το όλον: Να αναπλάσει αν όχι την οντότητα, τουλάχιστον το νόημα και την αίσθηση, το ψυχικό αντίκρυσμα μιας ευτυχούς συνάντησης με μια αλήθεια ζωτική και ζωοδότρα, η οποία μπορεί εν μέρει να διαφεύγει, αλλά που η τέχνη έχει τον τρόπο να την καθιστά αισθητή – με ρίσκο κι απόλαυση. Κάνοντας προβληματικό το οικείο και οικείο το λησμονημένο, η τέχνη (κάθε τέχνη) εξυψώνει την ιστορία στην τάξη της ποίησης: Πιο πέρα να φτάσεις, στ’ ανθρώπινα δύσκολο.