Αρχιτεκτονική και φαντασίωση

  • Post category:Αρχιτεκτονική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπ.

Όταν κάποιος, όπως εκείνος, μπαίνει στην θέση του Θεού, δύσκολα γίνεται να φανταστεί κανείς ένα νόμο που να τον δεσμεύει (αν και είναι γνωστά, φιλοσοφικά, τα παράδοξα της παντοδυναμίας – όπως «Μπορεί ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα τόσο βαριά, που και ο ίδιος να μη μπορεί να τη σηκώσει;»). Ωστόσο, ο νόμος αυτός υπάρχει. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μάλιστα εντοπίσει και κατονομάσει τουλάχιστον τρεις εκφάνσεις του: Την Ανάγκη, ήτοι την αναγκαιότητα («Ανάγκα και θεοί πείθονται»), το Μέτρο (« Ήλιος δ’ ουχ υπερβήσεται μέτρα…») – και τη Γεωμετρία («Αεί ο θεός γεωμετρεί», «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω»).

Ο Le Corbusier, εν επιγνώσει του μέγας δημιουργός, στον κατασκευασμένο κόσμο του δεν μπορεί να ενσωματώσει τον συνήθη («για κοινούς θνητούς») νόμο της απόλαυσης («Δεν είναι όλα επιτρεπτά σ’ αυτό το παιχνίδι» vs. «Εδώ, οι θεοί παίζουν!»). Του φαίνεται λίγος, φτωχός ή απρόσφορος… κάτι πάντως του φαίνεται να μην ταιριάζει. Ωστόσο, για να είναι συμμεριστός (= Τέχνη) ο κόσμος – έργο του, οφείλει να διέπεται από ένα νόμο που να μπορούν, χωρίς να δυσφορούν, να τον αποδέχονται και οι θεοί που παίζουν.

Έτσι, λοιπόν, για τον Le Corbusier, στην προγραμματική περιγραφή του κόσμου που αρχιτεκτονεί, ποιεί (Δημιουργός), δεν προβλέπεται θέση για την κοινή απόλαυση του συνήθους υποκειμένου (εξ ου και η απουσία ρητής μνείας), ούτε φυσικά και για τον κοινό της νόμο. Ωστόσο, επειδή και αυτός ο κόσμος χρειάζεται ένα νόμο της απόλαυσης (για να μη «τρελαίνεται»), εισάγεται ένας τέτοιος ρυθμιστής: Είναι το Μέτρο (βλ. Modulor) και η Γεωμετρία (η αναφορά στην Αναγκαιότητα μάλλον δεν είναι το φόρτε του – αν και ρητά χαρακτηρίζει την Αισθητική του Μηχανικού και την Αρχιτεκτονική «δύο στοιχεία αλληλέγγυα, αδιαχώριστα», και περιγράφει τον Μηχανικό ως εκείνον που «μας φέρνει σε συμφωνία με τους νόμους του σύμπαντος, φτάνοντας στην αρμονία»). Η Γεωμετρία καλείται να επιτελέσει τη λειτουργία νόμου της απόλαυσης (και να καλύψει το κενό του κοινού, απόντος τέτοιου νόμου). Μάλιστα, καθώς η Αρχιτεκτονική Γεωμετρία δεν ποιεί (διδιάστατες) επιφάνειες, αλλά (τρισδιάστατα) σώματα, η αρχική «φιλολογική» ανάγνωσή μας («όγκοι=σώματα») βρίσκει εδώ και ένα ακόμη ενισχυτικό στοιχείο.

Εν πάση περιπτώσει, για να μην το πολυλογήσουμε άλλο, νιώθω, από τα συμφραζόμενα, από τις λέξεις κλπ., το εξής: Ο Le Corbusier, από ό,τι ξέρουμε για τα βιογραφικά του, είχε μια πολύπλευρη και λίγα μυστήρια (ας πούμε τη λέξη: παιχνιδιάρα) σεξουαλικότητα. Φαίνεται λοιπόν ότι κάπου δεν ήταν ξεκάθαρο μέσα στο μυαλό του το προσωπικό μέρος του νόμου της απόλαυσης – το οποίο σημαίνει δυο πράγματα: Ότι δεν είμαι το παν, δεν είμαι Θεός, το πρώτοֹ και, δεύτερο, ότι δεν είναι όλες οι απολαύσεις δυνατές κι επιτρεπτές. Κάπου εκεί πρέπει να εξεγέρθηκε προσωπικά και, στο χώρο της αρχιτεκτονικής πλέον, υποκατέστησε αυτόν τον απόντα νόμο (γιατί αναφέρεται στο Νόμο, με νι κεφαλαίο, όπως ξέρετε) επικαλούμενος τη Γεωμετρία.

Ίσως ταιριάζει εδώ μια παρατήρηση: Πολλές φορές έχει κατηγορηθεί η μοντέρνα αρχιτεκτονική ότι ενίοτε φτιάχνει τόπους αβίωτους, αφιλόξενους, ψυχρούς. Ας διερευνήσουμε λίγο αυτή τη διάσταση στο παράδειγμα του Le Corbusier. Η Γεωμετρία, που μπορεί να λειτουργεί και σαν πηγή πνευματικής και αισθητικής απόλαυσης, σίγουρα μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, ακόμη πιο σίγουρα όμως, δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Το πιο εύγλωττο παράδειγμα γι’ αυτό είναι, νομίζω, μια κορυφή – ο Παρθενώνας. Η εννοιολογική γεωμετρία δεν αρκούσε για να παραχθεί η υποκειμενική αίσθηση τέλειας αρμονίας – κι έτσι, Ικτίνος και Καλλικράτης εισήγαγαν μια τροποποίηση στο κτίσμα: Κύρτωσαν, όπως ξέρετε, τους κίονες, ώστε να προκύψει η αίσθηση αρμονίας μέσω της παραίσθησης (τεράστιο μάθημα, για τους πάντες και για τα πάντα, όσον αφορά τα ανθρώπινα). Αυτή ακριβώς την (αναγκαία) υποκειμενική στρέβλωση του Ιδεατού («τα τέλεια σώματα κτό.»), που παραπέμπει στην ανθρώπινη διάσταση της απόλαυσης του υποκειμένου, δεν τη φιλοξενεί πάντα επιτυχώς η μοντέρνα αρχιτεκτονική (βλ. το αντίθετο παράδειγμα, πέρα από τον Παρθενώνα, στην ιαπωνική αισθητική, όπου η απόλαυση γεννιέται από τη διαλεκτική συμπαράθεση τέλειας γεωμετρικής μορφής και ζώσης «αταξίας» του φυσικού στοιχείου: φυτό, πέτρα…).