Αρχιτεκτονική και φαντασίωση

  • Post category:Αρχιτεκτονική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπ.

Ερ. Αυτό αποκλείεται να είναι μια αυτοεπιβεβαιωνόμενη πρόβλεψη; Δηλαδή, στην αναζήτηση ως προς τη θεμελιακή του φαντασίωση, ήταν δεδομένο ότι θα την βρούμε ακάθαρτη και άρα, μέσα από την προτασιακή ανάλυση, θα την αντικαθιστούσαμε με κάποια άλλη. Γιατί και μια άλλη φράση του Le Corbusier πάλι μπορεί να ανασυσταθεί με ανάλογο τρόπο.

Κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο εάν το προϊόν της δεύτερης ανάλυσης αντέφασκε ως προς ετούτο.

Ερ. Μπορώ να σκεφτώ αρκετές φράσεις του Le Corbusier που εκφράζουν ακριβώς ως προς αυτό κάποια αντίφαση, ή εν πάση περιπτώσει αποκλίνουν…

Το αποκλίνουν το δέχομαι, το αντιφάσκουν το συζητώ… Είναι συμβατές, πιστεύω. Απλά δίνουν έμφαση αλλού.

Ερ. Η ιδέα ας πούμε της μηχανής, η οποία είναι ένα κοινό μέτρο, ένα πρότυπο σκέψης κλπ., δεν είναι καθόλου το σοφό παιχνίδι των όγκων. Δεν είναι παιχνίδι κατ’ αρχήν, η ιδέα του παιχνιδιού είναι πολύ μακριά από τη μηχανή.

Αν έχει μια παραπάνω εγγύτητα στη φαντασίωσή του «το ειδήμον παιχνίδι», αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει μέσα στο παιχνίδι, εξ ορισμού, η διάσταση της απόλαυσης. Και κάθε φαντασίωση στην ουσία οικονομεί την απόλαυσή μας. Δεν προκύπτει χάριν μη γούστου, αλλά πλάθεται ακριβώς χάριν γούστου. Γι’ αυτό, πέρα από το ότι έχει εύγλωττη αξία για τον ίδιο, η προγραμματική του φράση έχει μια προσιτότητα στην ανάλυση και γι’ αυτόν τον πρόσθετο λόγο – καθώς επίσης και επειδή θεωρώ ότι προσπάθησε να αποδώσει αυτή τη θεώρηση όσο μπορούσε και στο κτιστό του έργο. Αν πέφτω έξω, με πολύ χαρά να το κουβεντιάσουμε, δεν μου αλλάζει σε τίποτε την ανάλυση της εν λόγω φράσης. Απλώς θα πω ότι η εκδοχή που σας έδειξα εδώ, όταν προσπάθησε να τη μεταγράψει στη γλώσσα της κατασκευής, δεν του βγήκε. Δοκίμασε πολλά, μπορεί η φαντασίωσή του να τον έκανε να θέλει αυτό, αλλά του βγήκε κάτι άλλο. Δεν έχω πρόβλημα να το δεχτώ. Θα ήταν μια άλλη τύχη της φαντασίωσης. Δεν θέλω να σας υποκαταστήσω, σε μια δουλειά που είναι σε μεγάλο βαθμό δική σας – απλώς θέλω να σας δείξω μια μέθοδο. Κι αν δεν είμαι ακριβώς εκεί, ας πούμε πως είμαι κάπως κοντά στο τι συμβαίνει (ως προς στο νου και τα κτίσματα του αρχιτέκτονα). Αυτό έχει μεγαλύτερη αξία για τη συζήτησή μας σήμερα – η οποία αφορά μάλλον τη μέθοδο που χρησιμοποιούμε, παρά το ειδικό της πόρισμα σε μία ειδική περίσταση.

Ως προς την έννοια της «μηχανής (κατοίκησης)» κατά Le Corbusier, θα μου επιτρέψετε να υπενθυμίσω ότι αντιπροσωπεύει μια δομική και λειτουργική διάταξη («οργάνων», χωρικών και μη-χωρικών), που διαμορφώνει «συγκινησιογόνες σχέσεις» (rapports émouvants) και έτσι επιτρέπει «να ξαναβρούμε την τυπική συγκίνηση» (émotion-type), εξ ου και «η αρχιτεκτονική, είναι η παραγωγή συγκίνησης», πέραν του χρηστικού (émouvoir vs. servir). «Η αρχιτεκτονική συγκίνηση (l’émotion architecturale) είναι το ειδήμον, ορθό και υπέροχο παιχνίδι των όγκων κάτω απ’ το φως», γράφει άλλωστε και ο ίδιος (σελ. V του «Vers une architecture»).

Με την ευκαιρία, ένα μικρό σχόλιο. Κάπου στο πρόγραμμα της σημερινής κουβέντας λέει ότι, για κάθε αρχιτέκτονα, εν αρχή είναι ορισμένα ερείπια. Δηλαδή, μέσα στην ψυχή των αρχιτεκτόνων υπάρχει πάντα κάτι από ερείπια. Που πάει να πει ότι ο αρχιτέκτονας δεν παίρνει ένα κόσμο όμορφο και αρμονικό και προσθέτει κι άλλη αρμονία. Θεωρεί ότι κάπου, σε κάποιο (καίριο μάλλον) σημείο του κόσμου υπάρχει κάτι το ατελές ή ημιτελές – και επιχειρεί να συμπληρώσει ή να αναπλάσει τον κόσμο κατά το καλόν και δεν ξέρω ποιο άλλο κριτήριο. Στην περίπτωση του Le Corbusier δεν ξέρω περισσότερα, αλλά ήδη διαβάζω στο «Modulor» ότι αυτό που φαινόταν να συνιστά την κακοφωνία του κόσμου, τη δυσαρμονία του κόσμου, ήταν το στοιχείο της μετρικότητας με το μέτρο (των 100 εκατοστών κλπ). Ξέρετε ότι όλη την ιστορία του Modulor την έπλασε γιατί αισθάνθηκε ότι το μέτρο είναι ένας αφύσικος τρόπος προσέγγισης (μάλιστα κάπου λέει ότι σκότωσε την αρχιτεκτονική, χρησιμοποιεί μια πολύ κακιά έκφραση). Θεώρησε λοιπόν ότι το μέτρο είναι ένα αφύσικο πράγμα, καθότι δεν ταιριάζει με την εικόνα του σώματος, με το ανθρώπινο σώμα. Και μετά προχώρησε σε όλη αυτή την επεξεργασία του Modulor. Άρα, να που υπάρχει κάτι το ατελές ή ημιτελές μέσα στην ψυχή του Le Corbusier – ερείπια μιας πρωτογενούς, παρθένας εποχής, όπου «πάντων χρημάτων μέτρον (ήν) άνθρωπος» και η μετρικότητα λειτουργούσε με βάση τον δάκτυλο, τον πόδα, την οργυιά, κτο. Ως προς την αναγκαιότητα του Modulor επικαλείται κι άλλες παραμέτρους – αλλά τα ως άνω «ερείπια του αρχαίου μέτρου» αποτέλεσαν καθοριστική πτυχή σε ένα εγχείρημα, το οποίο πιθανότατα ήταν κάτι σαν εμμονή. Κι αυτό μάλλον λέει περισσότερα από την πρακτική του αξία. Με την ευκαιρία, διευκρινίστηκε τώρα μόλις και το περιεχόμενο μιας έκφρασης, που συχνά πυκνά έρχεται στα χείλη και στη γραφίδα αρχιτεκτόνων (μεταξύ τους και παρόντες) – η έκφραση «οι εμμονές [π.χ., του Jean Nouvel]», «η γνωστή εμμονή [του δείνα]» κλπ. Όπως ήδη βλέπετε, λοιπόν, οι εν λόγω σχεδιαστικές εμμονές δεν είναι παρά εκδήλωση της έμμονης επίπτωσης των φαντασιώσεων στην πνευματική παραγωγή του δημιουργού. Οι «εμμονές» είναι μια υπογραφή των φαντασιώσεων του συγκεκριμένου αρχιτέκτονα.

Αυτή είναι μια πάρα πολύ αδρή προσέγγιση στον Le Corbusier – στις σχέσεις φαντασίωσης, λόγου και έργου ενός μεγάλου δημιουργού. Έχω πολύ περισσότερα να πω, αλλά φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να τα πω όλα, γι’ αυτό σταματάω τώρα. Άλλη ώρα θα πούμε κι άλλα.