Αρχιτεκτονική και φαντασίωση

  • Post category:Αρχιτεκτονική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπ.

Τώρα θα πάμε σε ένα ποίημα του Καβάφη, που σίγουρα το ξέρετε. Θα μου επιτρέψετε να σας το διαβάσω, πέντε αράδες είναι. Επιγράφεται «Στον ίδιο χώρο»:

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

Και αυτό το ποίημα πάλι μας μιλάει, όπως εγώ το καταλαβαίνω, με τον τρόπο του ποιητή, με τους λόγους του ποιητή (με την mot juste που λέμε, την ακριβή λέξη, με την καίρια λέξη), για το τι σημαίνει ο χώρος, όπως η αρχιτεκτονική προσπαθεί να το συλλάβει: Να οργανώσει τη σχέση του ανθρώπου με το χώρο, δηλαδή της ψυχής με το χώρο, δηλαδή του βιώματος της ψυχής, δηλαδή όλου αυτού του κόσμου των αισθημάτων και της φαντασίας, όπως ακριβώς το λέει εδώ ο ποιητής. Να πλάσει εστιγμένο ή παρεστιγμένο, πάντως σημαίνοντα χώρο.

Και, τέλος, θα κλείσω με μια μικρή ιστορία από τον Μπόρχες, που λέει τα εξής: Ήταν μια φορά δυο βασιλιάδες, ένας στη Βαβυλώνα κι ένας στην Αραβία, και άνοιξαν ένα αλισβερίσι. Και μια φορά καλεί ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τον βασιλιά της Αραβίας στη χώρα του. Εκεί λοιπόν τον πάει κι ο άλλος βλέπει: κήποι κλπ., πράματα, κόλπα κι αντίκολπα. Και τον πάει τέλος και σε ένα σούπερ κτίσμα, το κτίσμα. Και το κτίσμα ήταν ένας λαβύρινθος. Και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, θέλοντας να κοροϊδέψει την αφέλεια του επισκέπτη του και να τονίσει τη μεγαλοσύνη του, τον άφησε μόνο του μέσα στον λαβύρινθό του, όπου ταπεινωμένος και παραζαλισμένος περιπλανήθηκε μέχρι που ήρθε η νύχτα κλπ . Τον έβγαλαν, του είπαν «δεν πειράζει», κι αυτός είπε «Δεν πειράζει, κι εσύ αν έρθεις στην πατρίδα μου, θα σε περιποιηθώ κι εγώ καλά». Αυτό είπε ο βασιλιάς της Αραβίας. Και συνεχίζει τώρα το διήγημα: «Μετά γύρισε στην Αραβία, συγκέντρωσε τους καπεταναίους και τους στρατούς του, συνέτριψε τη Βαβυλώνα και ήταν τόσο καλότυχος που λεηλάτησε τα κάστρα της, αφάνισε τον λαό της και πήρε αιχμάλωτο τον βασιλιά τον ίδιο. Τον έδεσε σε μια γοργή καμήλα και τον έφερε στην έρημο. Τρεις μέρες κάλπαζαν και τότε ο νικητής είπε: “Ω, βασιλιά του χρόνου και στέμμα του αιώνα, στη Βαβυλώνα με παρέσυρες μέσα σε ένα λαβύρινθο από μπρούντζο, παραγιομισμένο με άπειρες σκάλες, πόρτες και τοίχους. Τώρα ο Ύψιστος εδέησε να φέρει τη στιγμή που θα σου δείξω τον δικό μου λαβύρινθο, χωρίς σκάλες ν’ ανεβείς, χωρίς πόρτες να σπρώξεις, χωρίς ατέλειωτες γαλαρίες για να κουραστείς, χωρίς τοίχους να εμποδίσουν τον δρόμο σου”. Μετά έλυσε τα δεσμά του πρώτου βασιλιά και τον άφησε στην καρδιά της ερήμου να πεθάνει από δίψα και πείνα».