Η μπαλάντα της σκόνης

Βασανίζεται ν’ αποκοιμηθεί. Τα ηλεκτρονικά, με τους υγρούς κρυστάλλους, δεν τα μπορεί καθόλου. Και το αδιόρατο τακ…τακ…τακ του ρολογιού με δείχτες, άλλες φορές ανύπαρκτο, απόψε τον σφυροκοπεί. Γαμώ το. Κι αυτή η γεύση σαπουνιού στο στόμα, α’ στο διάβολο… πού βρέθηκε τι θέλει τι γυρεύει…Κι η φάτσα του Σταβρόγκιν, μόλις πριν λίγες ώρες live… που λέει ο λόγος, live… σε αποτρόπαιη έκσταση προφέροντας «Ο Λιένιν… α, ο Λιένιν!», τον κατατρέχει σαρκαστικά. Μάτι να κλείσει δε μπορεί. Στο διάβολο…στο διάβολο…γαμώ το…

Γυρνά στο πλευρό του, το αριστερό, απλώνει, αγκαλιάζει την Κατερίνα του, της χαϊδεύει την κοιλιά, τους μηρούς, το στήθος. Εκείνη αναδεύεται ελάχιστα, ήσυχη και αδιατάρακτη. Ζεστή που είναι… Η θέρμη της η ίδια την τυλίγει, την προστατεύει απ’ όλα… Καυτή. Αθώο αίμα.

Μπορεί και να γαλήνεψε λιγάκι. Μπορεί ακόμη και να παραδόθηκε, εξουθενωμένος, εξουδετερωμένος. Πώς ήρθε και τον βρήκε, τον πήρε τ’ όνειρο, κάποιος θα ξέρει, σίγουρα.

Ίπταται, λέει, στον ουρανό, που είναι υγρός χωρίς να βρέχει όμως. Τον εμποτίζει η νότια της βροχής που δε λέει να γίνει ορατή. Κατεβαίνει αργά και σα στριφογυρίζοντας με ρυθμό σταθερό κι ενήμερο «κατά τη φορά των δεικτών του ωρολογίου» – το ξέρει ότι έτσι. Κατευθύνεται σ’ ένα δαχτυλίδι, που πρέπει να είναι τεράστιο, αφού από τόσο ψηλά κι όμως βλέπει το σχήμα του άριστα. Κάποια στιγμή, ίσως ώρες μετά, πλησιάζει, διακρίνει. Η αρένα (αυτό το δαχτυλίδι) φαίνεται απέραντη, «όλος ο κόσμος» του γράφει μια σκέψη αυτόματη. Η άμμος της, κύματα άτακτα και στατικά, θάλασσα αιώνια μαρμαρωμένη. Στις κερκίδες μυρμηγκιάζουν πλήθη, ολότελα ασάλευτα, βουβά. Κοιτάνε όλοι κάπως τα ρολόγια τους… τα κοιτάνε κάπως. Δε γίνεται τίποτα – κάτι θα γίνει. Στο κέντρο του κόσμου από άμμο, εκεί φτάνει εκείνος και μετεωρίζεται, πέντε μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, το ξέρει. Διακρίνει τώρα καθαρά τους δύο μονομάχους. Ο ταυρομάχος στέκεται σαν πέτρα, δε σαλεύει. Το σπαθί του μοιάζει αγιοβασιλιάτικο, πλουμιστό με υπέρογκα, ψεύτικα πετράδια, και λαβή και λάμα. Κρέμεται άψυχο από ένα χέρι πια παραιτημένο. Η κάπα του, κι αυτή χωρίς ανάδεμα, έχει ένα χρώμα κόκκινο σκονισμένο…σκουριασμένο αίμα…Ο ταύρος στέκεται μπροστά του, στα δύο μέτρα, ακίνητος κι αυτός. Όμως δεν είναι άψυχος – κάτι περιμένει. Στου ταυρομάχου την πλάτη, τώρα, ένα ρολόι με δείκτες-βέλη, ζωγραφισμένο από χέρι «Αναγέννησης» (τέτοια σκέψη κάνει). Είναι σαν ύφασμα λινό. Εφαρμόζει στην αναγλυφή του σώματος του ταυρομάχου, ρευστό, μαλακό, Νταλί. Εκεί που είναι, σκέφτεται, δε δείχνει την ώρα στον ταυρομάχο. Δείχνει την ώρα του. Ανατριχιάζει – μόνο για ελάχιστα. Γιατί ο ταύρος, δίχως ποσώς να βιάζεται, πλησιάζει, σκύβει, στρέφει το κεφάλι και το αριστερό του κέρατο καρφώνει την κοιλιά του ταυρομάχου, χαμηλά, εκεί στο υπογάστριο, ίσως στο εφήβαιο. Ο ταυρομάχος σα να υποκλίνεται και μετά σωριάζεται ανάλαφρα, κατασκευή από πούπουλο-μπαλόνι φουσκωμένο με ελαφρό αέριο, ίσως ήλιο, μπρούμυτα στην άμμο, δίχως αντίσταση και δίχως βρόντο. Τα πλήθη παύουν να κοιτάνε τα ρολόγια τους και, πάντα δίχως κίνηση, τώρα εξαφανίζονται. Το πρόσωπο του ταύρου δείχνει, λέει, το όνομά του, τη μορφή του – Φράνκο. Το πτώμα του ταυρομάχου, τώρα, σε χρόνο dt, όπως σε ταινίες με τον Κόμη Δράκουλα ή με την Ούρσουλα Άντρες, «Εκείνη»…η αθάνατη που ζήτησε το θάνατο για τον έρωτά της…γίνεται μούμια μια στιγμή…ύστερα στάχτη, γκρίζα σκόνη. Το ρολόι στην πλάτη σταμάτησε. Στο νου του σχηματίζεται, με χρώμα σκουριασμένο αίμα πάλι, η σκέψη «φόνος». Αγριεύεται, τρέμει. Θέλει ν’ ανοίξει τα μάτια του.

Εκτινάσσεται έξω απ’ το όνειρο, από τον εφιάλτη, αγριεμένος. Θέλει ν’ ανοίξει τα μάτια του, θέλει…Να βγει στον κόσμο της νυκτός, της Κατερίνας του, της κάμαράς του. Αδύνατο. Τα μάτια δεν ανοίγουν. «Πέντε η ώρα!», του καρφώνεται στο νου. Νιώθει ένα κάψιμο απαίσιο, βαθύ, πανάρχαιο, παντοτινό, να διαπερνά το μάγουλό του, το δεξί, να τον πυρώνει, να τον κατακαίει. Νιώθει μια μυρωδιά καμένης σάρκας και να χάνει τον κόσμο…μια ζάλη…όπως στο χειρουργείο τότε, Πετροπούλου.
Παλεύει ν’ ανοίξει τα μάτια του. Τινάζει το κεφάλι του. Ματαίως. Τα τρίβει άγρια, σκληρά, ηδονικά μπορεί. Και πάλι τίποτα. Λέει να βάλει τις φωνές, να τον ακούσει η Κατερίνα, να τον σώσει, να τον τραβήξει έξω απ’ αυτό το αδιανόητο σύμπλεγμα των κόσμων που τον σημαδεύει, τον ακρωτηριάζει…έξω από το αβάσταχτο αγκάλιασμα του κόσμου του ονείρου και του άλλου κόσμου. Όμως, με μια παράξενη, απίστευτη ηρεμία, ψυχραιμία, που σίγουρα θα έρχεται από αλλού, ποιος ξέρει, συγκρατείται και δεν κάνει τίποτε. Συνεχίζει μόνο επίμονα να τρίβει (να χαϊδεύει;) το σπασμό στα μάτια του, τον πόνο και το κάψιμο στο μάγουλο.
Νιώθει τα μάτια του, τα βλέφαρά του να σπαρταράνε, καθώς ο σπασμός, απεριοδικά, εναλλάσσει εντάσεις και σημεία σύσφιξης, χωρίς να παύει και χωρίς να φεύγει.

Σπαρταράω, σκέφτεται, λες και όλη του η ύπαρξη, το είναι, έχει συμπυκνωθεί στα μάτια του, εκεί… Στο παραπέτασμα της βίας που αποκόβει από το βλέμμα του τα πάντα από τον έξω κόσμο. Παίρνει μικρές βαθιές αναπνοές, αθόρυβες, λαχανιαστές, όπως στις εγκύους, έτσι σκέφτεται.

Σπαρταράω, μαμά…σπαρταράω…Η μορφή της μια στιγμή περνάει απ’ την οθόνη του μυαλού. Χαμογελάει ακόμη, έτσι σκέφτεται…σκεφτικά, συγκρατημένα πάντα, χαμογελάει ωστόσο…Κάνει δικό του το χαμόγελό της. Χαλαρώνει κάπως.

Δοκιμάζει πάλι, μήπως τώρα κάτι. Τίποτα δε γίνεται – σφραγισμένα βλέφαρα, το κάψιμο κι ο πόνος εκεί πάντα. Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω – αυτή η σκέψη αναδύεται στο νου του. Γυρνά ανάσκελα, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος, η δεξιά παλάμη του να σφίγγει, ν’ αγκαλιάζει, να χαϊδεύει ίσως τη θηλή.

Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω – η σκέψη-οδηγία αυτή καρφώνεται στο σκηνικό του νου του, σοβαρή, επίμονη, δε δέχεται κουβέντα. Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω – τίποτε άλλο δεν κυκλοφορεί. Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Νιώθει να αναβλύζει ένα άγχος, μια πίεση στο θώρακα. Μαζί, ωστόσο, μια θερμή πηγή, μικρή πηγή, μια μικρή κλωστίτσα, στο λαιμό του, δεξιά, εκεί, σ’ εκείνο το σημείο «Κ». Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω…Μικρές ανάσες. Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω…Λέγεται τώρα ρυθμικά, μελωδικά, ψαλμός, εξορκισμός – για τι; Πρέπει να το δεχτώ, πρέπει να δω…Νιώθει να λύνεται η πίεση στο θώρακα και τη ροή της πηγής στο λαιμό να πλαταίνει. Τι είναι και τι θέλει το δικό μου τι… Η μέχρι εκείνη τη στιγμή χαμένη, απόκρυφη πτυχή της σκέψης του προβαίνει στη σκηνή. Λύνονται όλα – και ο βλεφαρόσπασμος, και το μπλοκάρισμα ιδεών και εικόνων στο μυαλό του. Ένα ποτάμι ορμητικό, πολύκλαδο, Πρωτέας, οι συνειρμοί του αρχίζουν να καλπάζουν, σκέψεις και εικόνες να ζωντανεύουν ξεραμένες κοίτες και δεξαμενές μέσα στην ψυχή του.

Καλά καλά δεν προλαβαίνει να τις δει, να τις αναγνωρίσει, να τις διαβάσει, να τις καταλάβει. Τρέχει ξοπίσω τους, με λαχτάρα και με αδημονία, να τις προφτάσει, να τις πιάσει – ένα παιδί πέντε χρονών σε μια μεγάλη εκδρομή, στο δάσος, που τρέχει πίσω απ’ τους μεγάλους ξαναμμένο, σ’ ένα κυνηγητό που ξέρει ότι στο τέλος…
Σπαρταράω, να η μια μορφή. ΑΣΠΑΙΡΩ-ΣΠΑΡΤΑΡΑΩ-ΤΑΡΤΑΡΑΩ… Η μαγική επιγραφή απ’ το ΣΠΙΡÓ προβαίνει, του χαμογελάει – φιλικά, αλλά και κάπως δίβουλα. Σπαρταράω, μαμά…σπαρταράω… – εδώ είναι το δίβουλο, το νοιώθει… στην επίκληση «μαμά», καθώς αυτή η παραλλαγή της φράσης τώρα τον κυριεύει. Αγωνία – όμως και χαμόγελο, δικό του, πονηρό κι αμήχανο μαζί. (σελ. 185-188)

[κεφάλαιο 22- Νικημένοι]