Η μπαλάντα της σκόνης

Έκφραση-ατμόσφαιρα «Πυρκαϊά στην Όπερα»: Θεατές κοπάδι παπιγιόν γραβάτες μπιζού τουαλέτες πανικός αγριότητα συνωθούνται κλωτσιούνται ποδοπατιούνται δαγκώνονται λύκοι στις βαρύτιμες θύρες εξόδου που έχουν φρακάρει απόγνωση. Οι μουσικοί της ορχήστρας το ίδιο. Στη σκηνή, ωστόσο, και η σοπράνο και ο τενόρος συνεχίζουν απτόητοι ένα ντουέτο περιπαθές, εξώκοσμο – ίσως «Τριστάνος και Ιζόλδη», κάπως έτσι. Φανερό, θα φτάσουν ως το τέλος – κι ας γίνουν στάχτη τα κοστούμια κι αποκαΐδια το τραγούδι τους. Στην πλατεία, τώρα, κάπου σε μια μέση, καθισμένος και προσηλωμένος, ένας μόνος άνδρας, που έχει το χαρακτηριστικό, ανυψωμένο κι ανεστίαστο μαζί, βλέμμα του τυφλού – κι εκείνος αδιατάρακτος, ασάλευτος, αιώνιος, άχρονος. Όλα στη γη τυλίγονται σε μια πύρινη ανταύγεια, εκπύρωση. Αστερισμοί κακοί ωστόσο μαζί αποσυντίθενται. Αναπνέουν και οι δυο συγχρονισμένα, εισπνοή κοντή μα ζωοδότρα – η πρώτη εκείνου που μ’ ανάσα κομμένη πετιέται επιτέλους στην άμμο, πατάει στεριά, ναυαγός που παράδειρε ώρες. Ακόμη δυο λόγια.

«Κοίτα Διονύση. Νιώθω πως η επιλογή μου ήταν λάθος. Λάθος θα ήταν όμως και η παραίτησή μου απ’ αυτή την επιλογή. Την ήθελα, ώφειλα να το παλέψω, εντάξει; Αλλά λάθος είναι και να λέω πως ήταν ένα λάθος, γιατί δεν ξέρω ποιο είναι το λάθος. (Τον κοιτάζει, με μισό χαμόγελο.) Στο είπα, φίλε. Ζήσαμε τον πιο απόλυτο παραλογισμό, εντάξει;»

«Εντάξει, Τάκη…εντάξει.» Ο Διονύσης βρήκε τι να πει. Πίνουν «στον απόλυτο παραλογισμό». Γελάνε σα βρεγμένες γάτες. Ο Τάκης πάλι κάτι συμπληρώνει: (σελ. 266)

[κεφάλαιο 13 – Ταυρομαχία ]