Δύναμη, βία, Ιδεώδες Εγώ και Ιδεώδες του Εγώ στην παιδικότητα

Παιδική και εφηβική εικόνα του σώματος και του εαυτού 

Στην ανισόμετρα μεν, αλλά αδιάκοπα εξελισσόμενη ύπαρξή της, η παιδικότητα συγκροτείται σε κινούμενη άμμο. Αυτή  είναι η ασταθής εικόνα του σώματος και η ασαφής εικόνα του εαυτού.

Με απλά λόγια, ζητείται συνεχώς απάντηση στα ερωτήματα: Πώς είμαι; Ποιος είμαι; Τι θέλω; Πού πάω = πού θέλω και πού μπορώ να πάω; Τι θέση μπορεί να βρεθεί στον κόσμο για μένα; Μ’ αγαπούν; Πώς ν’ αγαπήσω;

Ερωτήματα καθολικά, πανανθρώπινα, με απαντήσεις όχι και τόσο ευχερείς ούτε τόσο καλόδεχτες… Ωστόσο, στη ροή της παιδικότητας, αυτά τα ερωτήματα κι αυτές οι απαντήσεις, ή μη-απαντήσεις, αποκτούν ενίοτε δραματικές, αγχογόνες διαστάσεις, και αλλάζουν μορφή κάθε δεύτερη μέρα, καθώς διαπλέκονται με καθρεφτίσματα, ταυτίσεις, προσωρινές εκδοχές Ιδεώδους Εγώ και ρευστές έως και διαφεύγουσες εκδοχές Ιδεώδους του Εγώ.

Το Ιδεώδες Εγώ συγκροτείται προνομιακά στο πεδίο του κατά Λακάν Φαντασιακού. Αντιστοιχεί σε μια εικόνα εξαίσιου και γοητευτικού ναρκισσιστικού ιδεώδους. Αν εξομοιωθείς μ’ αυτήν  ̶  αν γίνεις είδωλό της  ̶ σου διασφαλίζει τελειότητα, παντοδυναμία, αίγλη και ακατανίκητη σαγήνη Σα να λέμε, σε κάνει να είσαι “ο πιο [πλούσιος, σπουδαίος, ωραίος, μοιραίος, με το πιο φοβερό αυτοκίνητο ή κινητό κλπ. κλπ.”. Με μια απλή εικόνα,  «ο πρώτος του χωριού» − ό,τι κι αν σημαίνει εδώ «χωριό» και «πρώτος»… Το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» του χωριάτη που φτάνει στην λίγο παλιότερη Αθήνα, καθώς και η σύγχρονη μετεξέλιξή του («ο επώνυμος»: ακριβώς το ίδιο), εικονογραφούν άριστα την ολισθηρή δεσποτεία του Ιδεώδους Εγώ. Όπως μου είπε μάλιστα ένας έφηβος, θύμα bullying, για τον πρωτοστάτη της κακοποίησής του: “Θέλει να είναι ο κυρίαρχος της τάξης… Όπως κι εγώ το ίδιο θέλω…” Η άλλη όψη των εν λόγω φαντασιακών πλανών, βεβαίως, δεν είναι άγνωστη: Το κουτοπόνηρο κορόιδο (τότε), το fashion victim (τώρα) είναι δυο παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα: Τσίμπησα και νόμιζα ότι αν μοιάζω κάπως τότε θα είμαι κάποιος. Όσο για τη νοσηρή σαγήνη που ασκεί, στο πλαίσιο του bullying, ο επιτιθέμενος, είναι κοινή γνώση   ̶ όπως τεκμηριώνεται και από την κουβέντα του θύματος που μόλις παρέθεσα.

Προφανώς, το Ιδεώδες Εγώ τείνει να εγκλωβίζει σε ατέρμονες φαντασιακές συγκρίσεις με τη συνοδό κοόρτη της αυταπάτης, της φρεναπάτης, της σύγκρισης, του ανταγωνισμού, της επιθετικότητας και της ματαίωσης.

Στο πεδίο του κατά Λακάν Συμβολικού, από την άλλη, συγκροτείται προνομιακά  το Ιδεώδες του Εγώ, το οποίο εμπεριέχει, ως ουσιώδη συστατικά του, πολιτισμικά ιδεώδη. Παραδείγματα: “Καλός καγαθός”, “φτωχός αλλά τίμιος”, “φιλότιμο”(η αρχαία “φιλοτιμία”), “λεβέντης”, παλληκάρι”…  ή “ιππότης” και “ιπποτισμός”, το υπέρλαμπρο άστρο του Ιδεώδους του Εγώ στον Μεσαίωνα … αλλά και της Α.Μ. της Βασίλισσας όταν ανακηρύσσει, ακόμη και σήμερα,  κάποιον ή κάποια “Sir”.  Καθώς και το αόριστο, πλην καθολικό σημαίνον “καλό παιδί” (που επεκτείνεται και πολύ πιο πέρα από την εφηβεία, φτάνοντας μέχρι και σε ηλικιωμένους  ̶  “Είναι καλό παιδί”).

Στο μέτρο που ο τρόπος ύπαρξης του υποκειμένου αντιστοιχεί σε αυτό το ιδεώδες, τότε αποκτά το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του αξιαγάπητο : Ότι, δηλαδή, αξίζει να είναι αγαπητό επειδή είναι αυτό που είναι.

Γενικά, η πλαισίωση της υποκειμενικότητας από το Ιδεώδες του Εγώ διασφαλίζει στο παιδί και γενικά στον άνθρωπο τόσο την ικανότητα να παίζει με κανόνες, όσο και εύλογο κίνητρο για να το πράττει (το ότι έτσι είναι άξιος αγάπης). Του παρέχει, δηλαδή, οδηγίες χρήσης του καλού βίου εν κοινωνία – έναν πολύτιμο οδηγό για την τέχνη του ζην. Αλλά και, επιπρόσθετα, «λόγο για να ζει τη ζωή του έτσι».

Όλες αυτές οι εμπειρίες και τα βιώματα του παιδιού συχνά αντιφάσκουν κι αλληλοαναιρούνται. Κι εξίσου πυκνά αποκτούν την υπόσταση και την αίσθηση του άφατου και του ανείκαστου που με αφορά, δεν μπορώ να το αποφύγω και ό,τι κι αν κάνω παραμένει ανοικονόμητο. Αβεβαιότητα, ανασφάλεια, απειλή, άγχος ή αυταπάτες παντοδυναμίας είναι τα ψυχοσυναισθηματικά παράγωγα που γεννά αυτή η καθημερινή Οδύσσεια δωματίου σε κάθε παιδική και εφηβική ψυχή.

Η παιδική και εφηβική παράσταση του κόσμου (το Φαντασιακό της παιδικότητας) και της θέσης του υποκειμένου μέσα του (οι φαντασιώσεις του υποκειμένου) είναι κόσμοι διάτρητοι. Ακόμη και οι πιο απόλυτες βεβαιότητες του χθες, πολύτιμα μπαλώματα,  σπάνια φτάνουν μέχρι το αύριο… Όμως, η ύπαρξη των ανθρώπων διέπεται μεν από πραγματικότητες, αλλά βασίζεται σε βεβαιότητες: περί του αγαπητού, του αληθούς, του καλού, του επιθυμητού, του εφικτού  — και των αντιθέτων τους. Στην παιδικότητα, αυτές ακριβώς οι ζωτικές βεβαιότητες δεν ανήκουν στα δεδομένα, αλλά στα ζητούμενα. Με την ειδοποιό, καταπονητική συνθήκη, ότι ο κόσμος του υποκειμένου στην παιδικότητα δεν θεμελιώνεται σε αφηρημένες έννοιες, αλλά σε ιστορίες, σε αφηγήσεις: Η πρώτη ερώτηση κάθε παιδικότητας, όταν ακούσει για κάποιο συμβάν, είναι “Και μετά;”  ̶  στάση που δείχνει ότι η αφηγηματικότητα αντιπροσωπεύει θεμελιώδη συνιστώσα της ψυχικής ζωής, ιδίως ως προς τη διάσταση της βεβαιότητας που αποδίδει νόημα στα πράγματα και στην ύπαρξη του υποκειμένου.