Το εμφύλιο πνεύμα: εκφάνσεις του εμφυλίου στην πολιτική ψυχολογία και κουλτούρα

  • Post category:Ιστορία
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπ.

Το εμφύλιο σπέρμα

Το εμφύλιο σπέρμα — η φαντασίωση της αδελφοκτονίας — υπολανθάνει λοιπόν συστατικά στη δομή του ψυχικού σύμπαντος της ιστορίας, που σηματοδοτεί η Αντίσταση. Η τύχη αυτού του σπέρματος, πάλι, ήταν έργο της ιστορίας. Για λόγους, που ξεπερνούν το πλαίσιο του παρόντος, την Αντίσταση ακολούθησε ο εμφύλιος — και οι συνέπειές του.

Ο εμφύλιος, προφανώς, αντιστοιχεί σε πράξη, που μετατρέπει τη λογική και τη δυναμική αυτής της λανθάνουσας σε έκδηλη, υλικά απτή αδελφοκτονία. Και διατυπώνει με τη γλώσσα των όπλων, των δακρύων και του αίματος τα πλάσματα της φαντασίας.

Μερικές παρατηρήσεις, πάνω σ’ αυτό:

Τα πράγματα είχαν χάσει τα ονόματά τους. Έτσι, ο εμφύλιος, το απτό βίωμα της αλληλοσφαγής μεταξύ των ελλήνων, είχε επονομασθεί από τη μια «πόλεμος κατά προδοτικών ξενοκίνητων οργανώσεων» (ΑΝ 509/47) ή «συμμοριτοπόλεμος» και, από την άλλη, «αντάρτικο» (υποτίθεται, ομοιογενές ως προς τη φύση του με την Εθνική Αντίσταση — «δεύτερο αντάρτικο»).

Σ’ ένα τέτοιο σύμπαν θολό — όπου η προπαγανδιστική σκοπιμότητα επέστρεφε σαν μπούμερανγκ στον ομιλούντα, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και της κατάστασης πνευμάτων — δεν είναι παράξενο το ότι η φαντασία αναλαμβάνει, με τα δικά της υλικά και μέσα, να αποκαταστήσει ή να αντιρροπήσει την έκπτωση του λόγου.

— Στην κοινή βάση της αδελφοκτόνας φαντασίωσης, λοιπόν, που αποτελεί το κοινό «εμφύλιο σπέρμα», αναπτύσσονται και συγκρούονται δυο διαφορετικά διανοητικά, φαντασιωτικά και αγορευτικά συστήματα — ως τρόποι άμυνας κάθε πλευράς απέναντι στη φρίκη-και-σαγήνη ταυτόχρονα της αδελφοκτονίας. Σ’ αυτή τη σύγκρουση δυο κόσμων της φαντασίας, η αντικυβερνητική πλευρά βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς επιχειρεί να αρνηθεί το προφανές («πολεμώ τον αδελφό μου») διαστρέφοντας το προφανέστερο («σκοπός του πολέμου δεν είναι η κατανίκηση του αντιπάλου, αλλά η συμφιλίωση μ’ αυτόν»). Πόσο αυτή η δυναμική βάρυνε στην τελική εικόνα αλλοπρόσαλλης και ανερμάτιστης πολιτικής, που ακολουθούσε αυτή η πλευρά, ίσως δεν είναι εύκολα σταθμητό, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί αμελητέο.

— Σ’ αυτή τη σύγκρουση των κόσμων της φαντασίας, λοιπόν, το ιδιαίτερο στοιχείο που αναδύεται είναι το ότι η αρχαϊκότερη διατύπωση της σύγκρουσης, με όρους παράνοιας και άρνησης του δικαιώματος στην ύπαρξη για τον αντίπαλο, προσθέτει, πέρα από την πολιτική και επιχειρησιακή, και μια υπαρξιακή διάσταση στο εμφύλιο δράμα. Ιδωμένη από τη σκοπιά του Δ.Σ.Ε., η σύγκρουση αυτή προτείνει στον αντίπαλο τη συμφιλίωση (δηλαδή, δεν του αρνείται το δικαίωμα στην ύπαρξη — το αντίθετο μάλιστα). Όμως ο αντίπαλος απειλεί όχι μόνο με καθυπόταξη της βούλησης για πόλεμο (τυπικός σκοπός του πολέμου, κατά τον Κλαούζεβιτς), αλλά με εξάλειψη, φυσική και συμβολική, της ίδιας της ύπαρξης του υποκειμένου, εφόσον ο «εχθρός» απομειούται σε «άνομο πράγμα» — προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός «ολοκληρωτικού πολέμου εκμηδένισης του άλλου».

Αυτή η απειλή υπαρξιακού αφανισμού, καθώς συνηχεί με το άγχος από την απωθημένη φαντασίωση αδελφοκτονίας, αντιστοιχεί σε μια μείζονα πηγή όχι μόνο του όποιου φόβου προκαλεί η βία της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και ως προς το ότι η βία αυτή, φυσική και συμβολική, βρίσκει πρόσφυση μες τις ψυχές, ιδίως στις ψυχές των απλών ανθρώπων της άλλης παράταξης.

Η απειλή αυτή, ανείπωτη σε μεγάλο βαθμό, εσωτερικεύεται βαθμιαία, και ιδιαίτερα μετά την ήττα, με τρόπο, που προκαλεί τον τρόμο. Έναν τρόμο ανείπωτο, αν όχι και εν μέρει αδιανόητο. Τρόμο, που δεν επιτρέπεται να εκφρασθεί, λόγω των αναγκών του εμφυλίου — αλλά ο οποίος, για το λόγο αυτό, δεν παύει βεβαίως να υφίσταται και να έχει καίριες επιπτώσεις.

Το εμφύλιο πνεύμα

— Το ψυχικό σύμπαν του εμφυλίου συμπεριλαμβάνει λοιπόν τρεις θεμελιώδεις πτυχές, που είναι:
— Η φαντασίωση της αδελφοκτονίας
— Η ρητορική του ολικού θανάτου του υποκειμένου
— Και το εμφύλιο πνεύμα — δηλαδή, η ψυχολογία που συναπαρτίζεται από τα εξής βασικά μορφώματα:
— Άρνηση της υπαρξιακής υπόστασης του άλλου και ο εξ αυτής φόβος και τρόμος
— Απαίτηση για συμμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας στη φαντασίωση αυτή περί «ανυπαρξίας ετερότητας»
— Η αγορευτική επίπτωση και έκφανση αυτής της παραφροσύνης, που αντιστοιχεί σε φόνο της κυριολεξίας.