Goya – πόθος και ίλιγγος

  • Post category:Ζωγραφική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπ.

Δεν γίνεται κάθε μέρα και παντού κάτι τέτοιο. Δεν μπορείς εύκολα και ασφαλώς να τα βάλεις με όλους, όταν είσαι μεν κι εσύ σπουδαίος, αλλά είναι κι άλλοι πιο σπουδαίοι ή πιο ισχυροί. Οι άλλοι ήταν άρχοντες, που του έδιναν παραγγελίες, που τον πλήρωναν, που εξαρτιόταν απ’ αυτούς. Είναι γνωστό ότι την αίσθηση της εξουσίας, όσοι εξουσιάζουν, δεν παραλείπουν ποτέ να την υπενθυμίσουν – ποιος είναι το αφεντικό στην ιστορία. Του είχαν κάνει, άλλωστε, τέτοια καψόνια κατά καιρούς, ώστε να μην έχει, μεταξύ των άλλων, κανένα περιθώριο για την ψευδαίσθηση της εγκόσμιας ισχύος του εκείνον τον καιρό – και άρα της πιθανότητάς του να παλέψει για να κερδίσει μια γυναίκα, που φαίνεται ότι την ποθούσαν πολλοί, όπως αναφέρει η ιστορία (μερικοί μάλιστα και την είχαν, ερωτικά μιλώντας).

Φαίνεται λοιπόν ότι ο Γκόγια φτάνει, μέσα απ’ αυτή την τρίτη αντιστροφή, σε μια κατάσταση ισορροπίας, όπου η γυναίκα είναι και δεν είναι ορατή (σεξουαλικά ορατή), είναι και δεν είναι σεξουαλικά διαθέσιμη, είναι και δεν είναι εδώ το βλέμμα της. Δηλαδή τη φτάνει στην κατάσταση που είναι και δεν είναι κάτι, το οποίο θα την καθιστούσε συστατικό του ερωτικού παιχνιδιού. Είναι και δεν είναι ερωτική η ντυμένη Μάγια. Και, μ’ αυτό τον τρόπο, φαίνεται ότι επινοεί μια οικονομία συμπτωματική και για τη δική του ψυχική ταραχή γύρω απ’ αυτό, που πιθανότατα ήταν απρόσιτο για τον ίδιο. Καταλήγει δηλαδή στον συμβιβασμό, «να μην την έχει κανείς». Είναι κι αυτή μια κάποια λύση: Αφού είμαστε όλοι στα ίδια (στο τίποτε), έχουμε δικαιοσύνη και ισότητα, δεν υστερώ έναντι ουδενός. Κι από κει και πέρα, προσθέτει διάφορες άλλες διαφυγές – όπως την αμφιβολία ως προς το αν είναι από μόνο του απρόσιτο ή ουδέτερο το ερωτικό αντικείμενο. Έτσι, προφανώς, αποφεύγει και όλη τη διερώτηση για το ποια είναι η δική του επιθυμία και τι κάνει γι’ αυτή την επιθυμία… Αποφεύγει το φοβερό ερώτημα, «Τι θέλεις;», που του απευθύνει και η όλη στάση αλλά και, κατά τρόπο τόσο έντονο, το βλέμμα που στρέφει επάνω σε όποιον την αντικρύζει η «Μάγια γυμνή» – και ό,τι εκπροσωπεί μια τέτοια μορφή, μια τέτοια απεύθυνση, μια τέτοια ερώτηση.

Το πιο δύσκολο απ’ όλα (να σας πω το μεγάλο μυστικό) είναι να αναγνωρίσει κανείς την επιθυμία του και να είναι συνεπής μ’ αυτήν: Δηλαδή να μπορεί να την υποστηρίξει, να την παλέψει, να πενθήσει γι’ αυτά που χάνει, να αποχαιρετήσει κάποια όνειρα ή πράγματα όταν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, και να δώσει μάχη γι’ αυτά που στ’ αλήθεια ποθεί και μπορούν να επιδιωχθούν. Πρόκειται για πράγματα μάλλον δύσκολα – και πολλές φορές οι άνθρωποι δειλιάζουν πάνω σ’ αυτά. Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι κατά κανόνα δειλιάζουν – άλλος λίγο, άλλος πολύ. Άλλοι με κόπο κι άλλοι με τύχη μπορεί να ξεπερνάνε τη δειλία τους. Όμως τις περισσότερες φορές δειλιάζουν αρκετά, γιατί είναι δύσκολο πράγμα το να υποστηρίξεις την επιθυμία σου ακέραιη και να αντέξεις να την παλέψεις – ή να παραιτηθείς από κάτι που σου υπαγορεύει, αν είναι απρόσιτο, χωρίς να χαλάσει η ψυχική ισορροπία σου. Γι’ αυτό και φτιάχνουν μυθοπλασίες, παραμυθίες ή συμπτώματα, δηλαδή ψυχοπαθολογίες. Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, ο Γκόγια, φτιάχνοντας πια αυτά τα δύο έργα, που κι ο ίδιος το ήξερε ότι είναι συναφή (κι από τον τίτλο που δόθηκε κι από τα πάντα), δέχτηκε να βρεθεί σε μια κατάσταση απροσδιόριστη κι αναποφάσιστη η παράσταση και η θέση της γυναίκας που ποθούσε, μέσα στην ψυχική ζωή τη δικιά του (ενδεχομένως και των άλλων). Στην παράδοξη θέση να θεωρείται ότι είναι και δεν είναι το αντικείμενο του πόθου (του).

Παρεμπιπτόντως, πρόκειται για γνωστή ανθρώπινη κατάσταση, το να μην ξέρεις αν αυτό που έχεις μπροστά σου είναι το αντικείμενο του πόθου σου. Συχνά συμβαίνει, κάποιος άνθρωπος να μην ξέρει πού πέφτει η επιθυμία του. Όπου και να γυρίσει, μπορεί ναι, μπορεί και όχι – «ίσως ναι, ίσως όχι», «μοιάζει αλλά δεν ταιριάζει», «είναι αλλά δεν είναι», «φέρνει αλλά δεν συμπίπτει» κλπ. Είναι ένας τρόπος ψυχικής οικονομίας, η οποία, καθώς αμύνεται απέναντι στις δυσκολίες της, τελικά τα ρίχνει στο ότι εδωπέρα το ίδιο το αντικείμενο διαφεύγει και δεν εμφανίζεται με σωστό τρόπο στο σωστό σημείο. «Τη μια μου έρχεσαι γυμνή, την άλλη μου έρχεσαι ντυμένη – πάρε θέση τέλος πάντων». Μ’ αυτό το απλό σχήμα (και με ό,τι άλλες παραλλαγές ή περιπλοκές μπορεί να υπάρξουν), φαίνεται ότι κι ο ίδιος ο Γκόγια κατάφερε να βρει μια στοιχειώδη οικονομία για την πιθανότατα αβάσταχτη επιθυμία του. Αβάσταχτη με τη διπλή έννοια: Ότι ούτε μπορούσε να την υποστηρίξει μέχρι τέλους, όντως ν’ αντιπαλέψει άλλους για να κερδίσει αυτός τη δούκισσα de Alba – αλλά ούτε και να αποχαιρετήσει κάτι άπιαστο, χωρίς να μας αφήσει μια ρητή μαρτυρία γύρω από το παιχνίδι του πόθου του, μια εμμονή στο ζητούμενό του, έστω και μόνο φαντασιωσική. Γιατί, όπως είπαμε, κατά πάσα πιθανότητα, όλα συνέβαιναν μόνο στη φαντασία του. Κι ενώ σαν ζωγράφος ήταν υπέροχος, φαίνεται ότι σαν εραστής στην συγκεκριμένη περίπτωση απέτυχε – ή γιατί η άλλη δεν το ήθελε, ή γιατί ο ίδιος δεν τόλμησε, ενδεχομένως. Μπορεί κάλλιστα να την αγαπούσε κρυφά κι έφτιαχνε ό,τι μπορούσε, της έκλεινε και το μάτι – «Έβαλα τους βοστρύχους σου, γλυκειά μου, εδώ, κάνε κι εσύ κάτι». Δεν προκύπτει όμως ιστορικά ότι η άλλη ανταποκρίθηκε επαρκώς. Στην καλύτερη περίπτωση, φαίνεται, θα προέκυπτε κάτι στη σκιά κάποιας ζωής – κι όχι αυτό που ήθελε ο ζωγράφος, το «Solo Goya». Γιατί η επιθυμία του Γκόγια ήταν ρητά διατυπωμένη μια στιγμή, μόνο που δεν την άντεξε: «Solo Goya»! Αν ήταν συνεπής με την επιθυμία του και το διάβημά του είχε ευοδωθεί, στην επόμενη φάση θα την έδειχνε ίσως γυμνή, αλλά με τέτοιον τρόπο, που να δηλώνει ότι είναι έτσι, ερωτικά διαθέσιμη, μόνο για τον ίδιο – όχι για τον καθένα, όπως η «Μάγια γυμνή». Και, φυσικά, θα μπορούσε να υπάρξει και μία τρίτη φάση-εκδοχή, ίσως μέσα από μια αλληγορία: Για παράδειγμα, «Η Αφροδίτη και ο Άδωνις» – ακόμη μια παραλλαγή πάνω στο αφετηριακό θέμα του Βελάσκεθ, να είναι αυτός ο Άδωνις και η δούκισσα de Alba η Αφροδίτη, οπότε να είναι πια και μυθολογικά νομιμοποιημένοι, ν’ αγκαλιάζονται, να λένε και να κάνουν διάφορα και να ευχαριστιούνται.