Goya – πόθος και ίλιγγος

  • Post category:Ζωγραφική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπ.

Αυτά είναι μερικά στοιχεία από τη βιογραφία του Γκόγια, τα οποία κάπου λειτουργούν, μεταγράφονται, αντανακλώνται. Ιδιαίτερα ο διχασμός μεταξύ προσωπικής εμπειρίας και κοινωνικής λειτουργίας εκδηλώνεται σε πολλά πεδία. Για παράδειγμα, έζησε όλη του τη ζωή μισθοδοτούμενος απ’ τη βασιλική αυλή. Όμως, ταυτόχρονα, έφτιαξε, στα 1799, μια σειρά περίφημα χαρακτικά, με τίτλο “Los Caprichos”, στα οποία χλευάζει (όχι απλώς ειρωνεύεται, χλευάζει) πολύ σαρκαστικά την αριστοκρατία. Φτιάχνει ακόμη τα πορτρέτα των βασιλιάδων. Και στους μεν βασιλιάδες τότε μπορεί και να άρεσαν αλλά, αν τα δει κανείς σήμερα, στέκεται αρκετά επιφυλακτικός ως προς το κατά πόσο είναι κολακευτικά για τους ανθρώπους. Ζωγράφισε, για παράδειγμα, τον μεγάλο του προστάτη, που ήταν ο Κάρλος Δ’, καβάλα στο άλογο. Το να είσαι καβαλάρης (όπως λέει κι η λέξη) είναι πάντα σύμβολο ισχύος, δεσποτείας, εξουσίας. (Χαρακτηριστικά όσο και μοιραία,η αλαζονεία του ιππεύοντος εμπόδισε τους μεσαιωνικούς ιππότες να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες μάχης που εισήγαγε το σταθερά παρατεταγμένο λογχοφόρο πεζικό – κι αφανίστηκαν…) Και, αναλόγως, η κλασική εικονογραφία για ευγενείς και βασιλείς ιππεύοντες ήταν τυπική και σαφής στη κωδικοποίησή της. Υπήρχε μια ολόκληρη αναπαραστατική παράδοση που προέβλεπε ότι οι γυναίκες καβαλάνε ένα άλογο ήσυχο και στατικό: Ακόμη κι αν ψευτοκινείται, δεν κουνιέται και πολύ, γιατί είναι γυναίκες – μην πέσουν. Ενώ στους άντρες το άλογο ή κάλπαζε ή ήταν ανασηκωμένο στα πίσω πόδια του, ενώ ο καβαλάρης κρατούσε στιβαρά τα ηνία και τα όμοια: Ιδού η τυπική σημειολογία στην κλασική σκηνή, που έδειχνε τη δύναμη του ισχυρού ανδρός κλπ. Ο Γκόγια λοιπόν, αφού πρώτα ζωγράφισε τη βασίλισσα Μαρία-Λουίσα, η οποία ήταν η συμπάθειά του και είχε και τη συμπάθειά της, μετά ζωγραφίζει και τον βασιλιά. Μόνο που, επειδή εκείνος ο δόλιος ήταν λίγο ελλειμματικός στη σωματική του επιτηδειότητα, στην ιπποσύνη, στην παλικαριά και τα λοιπά, τον έβαλε κι αυτόν να καβαλάει σχεδόν σα γυναίκα – δηλαδή να ιππεύει ένα άλογο ήσυχο και μαλακό σα γάιδαρο, κάτι τέτοιο. Χαρακτηριστική ειρωνεία, μάλιστα: Το άλογο της βασίλισσας περπατάει – ήσυχα, αλλά φαίνεται ότι περπατάει. Ενώ του βασιλιά το άλογο είναι σχεδόν ακίνητο – κάτι σαν αλογάκι λούνα-παρκ… Αυτά, αν τα δει κανείς σαν άχρονες εικόνες σήμερα, ίσως δε λένε τίποτα – όμως, μέσα σε μια ορισμένη εποχή, είναι τεράστια μηνύματα και πράγματα. Βασιλιάς που δεν μπορεί να δαμάσει το άλογό του, άστα να πάνε – αυτό είναι το συμπέρασμα. Ακόμη πιο βαριά είναι η ειρωνεία στο έργο του «Η Οικογένεια του Κάρλος Δ΄», για το οποίο ο Μάνος Στεφανίδης σημειώνει: «Ποτέ κανείς δε απέδωσε τόσο ζωγραφικά την αποκρουστική γελοιότητα της εξουσίας» (Μια ιστορία της ζωγραφικής, Καστανιώτης 1994, σελ. 306).

Φαίνεται καθαρά λοιπόν πως είναι αρκετά διφορούμενη η σχέση του με τον κόσμο. Ενώ θεωρήθηκε και θεωρείται από τις κατοπινές σχολές πατέρας ενός πολύ σκληρού ρεαλισμού, όπως δείχνει και η σειρά χαρακτικών «Οι συμφορές του πολέμου» που φτιάχτηκαν στα 1810-20, ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που χάνεται μέσα στη φαντασία και γι’ αυτό θεωρείται εξίσου ρομαντικός (ζωγραφίζει τέρατα κλπ.). Έχει φτιάξει ένα περίφημο χαρακτικό, προμετωπίδα στην πρώτη έκδοση των «Καπρίτσιων», που δείχνει ότι ο ύπνος ή το όνειρο (είναι ίδια η λέξη για το όνειρο και τον ύπνο στα ισπανικά) του λογικού, της λογικής, γεννάει τέρατα. Είναι αλήθεια ότι ήταν αισθητικά οραματιστής αλλά, ταυτόχρονα, και λογικός και πραγματιστής, έκανε μανούβρες διάφορες, επέζησε διαφόρων καταστάσεων, δύσκολων περιστάσεων: Πέφτανε καθεστώτα, ανέβαιναν καθεστώτα, προστάτες ανέβαιναν-κατέβαιναν, η Ιερά Εξέταση τον κυνήγησε μια στιγμή, αυτός όμως επέζησε. Δηλαδή ήταν ένας άνθρωπος αρκετά διχασμένος. Γι’ αυτό και στις βιογραφίες ή στην ιδεολογική πρόσληψη της ζωγραφικής του και της βιογραφίας του υπάρχουν αρκετές μυθοπλασίες. Οι μεν τον θεωρούν πολιτικό επαναστάτη, άλλοι θεωρούν ότι ήταν ένας άνθρωπος που πολέμαγε για να βολευτεί μέσα στην Αυλή – άλλοι τον θεωρούν θαρραλέο, άλλοι φοβισμένο… Είναι σαφώς μια διχασμένη παρουσία μέσα στην ιστορία. Κι ένας παρόμοιος διχασμός ενδεχομένως θα φανεί και στο έργο του με θέμα τη Μάγια.