Goya – πόθος και ίλιγγος

  • Post category:Ζωγραφική
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπ.

Η ουσία είναι ότι ο Γκόγια αντιστρέφει πλήρως τη σχέση των βλεμμάτων (για να θυμηθούμε και όσα λέγαμε για τον Balthus). Στη «Μάγια γυμνή», και πάλι επίκεντρο του πίνακα δεν είναι το γυμνό σώμα (το οποίο διαθέτει πολλά σημεία στα οποία προκαλείται να εστιασθεί το βλέμμα), αλλά κυρίως ο αντίλογος του βλέμματος της εικονιζόμενης γυναίκας, που ρητά δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται το βλέμμα του θεατή. Όπου κι αν σταθείς, έρχεται ένα βλέμμα και σε συναντά και σου λέει: «Τώρα με κοιτάζεις και νομίζω ότι με ποθείς ή με θαυμάζεις» (ας το πούμε έτσι περιφραστικά). Η ουσία είναι ότι αντιστρέφει τελείως τη σχέση ανάμεσα στο βλέμμα της αναπαριστώμενης γυναίκας και στο βλέμμα του θεατή. Έτσι όμως ήδη ενεργοποιείται μια εμπλοκή των βλεμμάτων, η οποία είναι από τα πιο δυνατά σημεία του πίνακα. Παρεμπιπτόντως, αν το δούμε σε αντιπαραβολή με τα υπόλοιπα έργα, στη «Μάγια γυμνή» είναι ολοφάνερη η ματιά που σε βρίσκει και σου λέει: «Τώρα κοιτάς και συγκινείσαι» (το λιγότερο που μπορούμε να πούμε). Ενώ στη «Μάγια ντυμένη» (G5), για παράδειγμα, το βλέμμα είναι πιο ουδέτερο, σαν να φεύγει κι αλλού, σαν να δείχνει μια διάχυση, μια αδιαφορία. Δεν έχει αυτή την εστίαση, έγκληση και πρόκληση εκεί το βλέμμα, το «Τι κάνεις εκεί;» – τη διερώτηση «Πού το πας, φίλε, εσύ (= το άλλο βλέμμα)».

Στη «Μάγια γυμνή», λοιπόν, ως προς τον Βελάσκεθ, διαπιστώνουμε μια κρίσιμη αντιστροφή που πραγματοποιεί ο Γκόγια. Η ζωγραφιά είναι ρεαλιστικότατη – κατά τρόπο μάλιστα ειρωνικό, όπως έχει επισημανθεί. Χρησιμοποιεί κάτι τόνους άτονους κάπως, οι οποίοι θυμίζουν και το σώμα του Χριστού στη σταύρωση, όπως ο ίδιος το ζωγράφισε το 1780 – κι αυτό είναι ένα από τα πιο εμφανή μυστήρια της ιστορίας. Το λέμε έτσι απλά εδώ – αν και η εν λόγω αντιστοιχία δεν είναι καθαυτή στοιχείο τόσο επουσιώδες, ανεκδοτικό, αφού ισοδυναμεί με σύμπλεξη του ερωτισμού και του θανάτου, του αισθησιακού και του ιερού, της προσιτής-ποθητής και της απρόσιτης-σεβάσμιας σάρκας… Ωστόσο, κεντρικό λειτουργικό στοιχείο στην όλη σύνθεση είναι το βλέμμα της Μάγια.

Δεύτερο βασικό συστατικό του πίνακα αποτελεί το ότι η όλη στάση της γυναίκας (αυτή που γοήτευσε και τους κατοπινούς κι ακόμη γοητεύει, τουλάχιστον στις κουβέντες, την εποχή μας) είναι μια στάση από την οποία λείπει κάθε ενδοιασμός, κάθε αναστολή ως προς την αποδοχή της καλλονής, της σαγήνης και της σεξουαλικότητας. Πρόκειται για εντελώς ελεύθερη και άνετη αποδοχή της σαγήνης του σώματος ¾ της σεξουαλικής σαγήνης, τελικά. Η απόλυτη και ειλικρινής αποδοχή αυτού του στοιχείου είναι που κάνει τον μεν Γκόγια ζωγράφο και ρεαλιστή και πολύ μοντέρνο, τη δε Μάγια υπόδειγμα μοντέρνας γυναίκας, σύγχρονης γυναίκας. Γυναίκας, δηλαδή, που αποδέχεται το σώμα της, αποδέχεται όλο το σώμα της και όλα τα παιχνίδια, στα οποία μπορεί να εμπλακεί το σώμα σαν χώρος, τρόπος και διάταξη γοητείας και ηδονής – σαν σώμα λιβιδινικό, εν τέλει.

Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εν λόγω γυναικείας μορφής – με την ιδιαίτερη απόχρωση, που είναι και της εποχής εκείνης και του σημερινού καιρού, ότι αντιπροσωπεύει μια ενσάρκωση της ειλικρίνειας, της ευθύτητας και της αποφασιστικότητας. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια νερόβραστη κατάσταση. Αυτή τη στάση τη λέγανε στον καιρό του Γκόγια «marcialidad». «Marcial» είναι το στρατιωτικό, το πολεμικό στοιχείο. Η πιο καλή απόδοση για σήμερα είναι ο τσαμπουκάς. Ο πίνακας εικονίζει λοιπόν μια γυναίκα τσαμπουκαλού – κάτι που ταιριάζει και με τον χαρακτήρα της maja, όπως ήδη ειπώθηκε: Γυναίκα καθόλου υποτακτική ή σεμνότυφη, που δέχεται το σώμα της, το παιχνίδι το ερωτικό, τον ερωτισμό που αποπνέει το σώμα της και ό,τι μπορεί να γίνει γύρω απ’ αυτό. Είναι μια γυναίκα, μ’ αυτή την έννοια, όντως απόλυτα μοντέρνα.

Τη «Μάγια γυμνή», λοιπόν, τη ζωγραφίζει ο Γκόγια στα 1800. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό και από όσα λέμε και από όσα είναι γνωστά και από όσα μπορεί να δει κανείς στον πίνακα, έχουμε εδώ ένα υπόδειγμα ερωτικής εικονογραφίας. Ειδικότερα, μια έκδηλη έκφραση ερωτικής λατρείας στο γυμνό γυναικείο σώμα. Έως εδώ καλά, που λέει ο λόγος. Ας ψάξουμε όμως τώρα να δούμε λίγο καλύτερα τι μπορεί να σημαίνει, λανθανόντως ίσως, αυτό το έργο για μια εποχή και για έναν άνθρωπο, καθώς και για το πώς λειτουργεί η ψυχή του ανθρώπου γύρω απ’ αυτή την τρομερή μηχανή, που είναι η σεξουαλικότητα (γιατί περί αυτού πρόκειται εδώ). Για να γίνει κάτι τέτοιο, καλό είναι να τοποθετήσουμε το έργο όχι μόνο ως προς τα ιστορικά-εξωτερικά περιστατικά (που ήδη αναφέρθηκαν), αλλά, λίγο ως πολύ, στο πλαίσιο που αντιπροσωπεύει η ψυχική μυθοπλασία, η διάχυτη και γενική στους ανθρώπους, και ειδικότερα σε μερικά στοιχεία που αναφέρονται στη βιογραφία και στην προσωπική ζωή του Γκόγια – στην εσωτερική του πραγματικότητα και ιστορία.