Ένας αδύνατος κλέφτης: Ο Λάμπρος του Δ. Σολωμού

  • Post category:Ιστορία
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπ.

Ο Λάμπρος

Οι διαλεκτικές αντιστοιχίες καθίστανται πλέον εμφανείς: Όλη η ζωή του Σολωμού (έργο και παθολογία, μεγαλείο και μικρότητες, αγωνία και αναγνώριση) είναι η πολυεπίπεδη και αντιφατική προσπάθεια να χωνέψει και να υπερβεί αυτή η μεγάλη ψυχή την παράδοξη και αφόρητη συμπαιγνία πραγματικότητας και φαντασίας, μέσα από την πραγμάτωση ενός πεπρωμένου — του ήρωα με τη μορφή του ποιητή. Που θα ισοδυναμούσε και με υπέρβαση του θεμέλιου τραύματος, της τυραννίας του σημαίνοντος «νόθος» — ήτοι με αναγέννηση του ποιητή στο πλαίσιο μιας νέας, αναπροσδιορισμένης γενεαλογίας, όπου το σημαίνον «νόθος» δεν θα είχε θέση, ίσως ούτε και νόημα.

Ο «Λάμπρος», που από τον Σολωμό τον ίδιο χαρακτηρίζεται ως «il poema dei Bastardelli» («το ποίημα των μικρών νόθων»), ως έργο ψυχής — κατασκευή της φαντασίας και ποιητική πράξη — απασχολεί (ακριβέστερα, κινεί και τυραννεί) τον Σολωμό τουλάχιστον για μια δεκαετία . Πρόκειται για την περίοδο, όπου η οικογενειακή ιστορία αποκτά υπόσταση αρχαίας τραγωδίας: Διαμάχη αρχικά με τον Δημήτριο και απαρχή της αδελφοκτόνας δίκης «περί γενεαλογίας», που αντιπαραθέτει τα πρώτα δύο «φυσικά» τέκνα (Διονύσιο και Δημήτριο) σε ένα ακόμη διαφιλονικούμενης πατρότητας τέκνο (τον Ιωάννη) και στην ίδια τη μητέρα τους, που παίρνει το μέρος του τελευταίου. Αυτά στο πεδίο της βιογραφίας. Στο πεδίο του έργου, τώρα, πρόκειται για τη δεκαετία όπου, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, «λανθάνουσας» ποιητικής σύνθεσης , ο Σολωμός, παράλληλα με τον «Λάμπρο», σχεδιάζει και γράφει τον «Κρητικό», τη «Φαρμακωμένη στον Άδη», σε υποτυπώδη μορφή τον «Φυλακισμένο», και τέσσερα σατιρικά («Το δεύτερο όνειρο», «Η τρίχα», «Ο φουρκισμένος», «Η μετακίνηση του αγάλματος του Μαίτλαντ»), καθώς και τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος», την «Ωδή στον Ούγο Φώσκολο» και το σατιρικό «Όνειρο» — ενώ συνεχίζει να παιδεύεται με την «Ωδή στον Μπάυρον» και να προπλάθει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».

Η υπόθεση του «Λάμπρου» είναι γνωστή. Όπως την παραδίδει ο Πολυλάς, αρχίζει έτσι: «Ο Λάμπρος απάτησε τη Μαρία, δεκαπέντε χρονών κόρη, τάζοντάς της να τη στεφανωθή, κ’ έλαβε μ’ αυτή τέσσερα τέκνα, μία θυγατέρα και τρία αρσενικά, και τα έρριξε εις ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνοι είχαν περάσει, κ’ εζούσε η Μαρία εις το σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη, και την εμάραινε η ατιμία της και, ακοίμητη μέριμνα, η άγνωστη τύχη των παιδιών της. Εις αυτό εφαίνετο αδιάφορος ο Λάμπρος, και αναίσθητος εις τον πόνο της δυστυχισμένης μητρός. και εις εκείναις ταις ημέραις, τούτος ο κακοήθης, αλλά μεγαλόψυχος, άνδρας, ενωμένος με τους Έλληνες επολεμούσε τον Αλή Πασά…» (Ιδιαίτερη αξία στο σχεδιασμό του έργου έχει η σκηνή όπου ο Λάμπρος «ενθουσιάζει τους συντρόφους του». Αυτή η σκηνή δεν θα γραφτεί ποτέ.) Στη συνέχεια, η τραγική καταστροφή:

«Κόλασι; την πιστεύω. είναι τη. αυξάνει,
Κι’ όλη φλογοβολάει ‘ς τα σωθικά μου.
Απόψε Κάποιος, ‘που ό,τι θέλει κάνει,
Μώστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
Χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
Τη θυγατέρα αισχρά ‘ς την αγκαλιά μου.
Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση
Τον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει.»

Η αποκάλυψη της αιμομιξίας κάνει την κόρη να πέσει να πνιγεί και τη Μαρία να τρελαθεί. Ο Λάμπρος, ολομόναχος, με εφιαλτικές τύψεις, «εξεψύχησε με το στόμα ολάνοιχτο, όχι εις την ανάπαψι του Κυρίου» (ή, σε παραλλαγή, πέφτει κι αυτός και πνίγεται). Τελικά, και η Μαρία, τραγουδώντας με λογικά χαμένα, πέφτει κι αυτή και πνίγεται.

Γνωστή είναι και η διφορούμενη, αμφίσημη έκβαση του ποιητικού εγχειρήματος: «Η Δέηση της Μαρίας και το Όραμα του Λάμπρου» είναι το πρώτο, μετά τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», μεγάλο ποιητικό του έργο, που ο ίδιος συγκατένευσε να δημοσιευθεί. Όμως, κατά την τοποθέτηση του ιδίου του ποιητή, «Ο Λάμπρος θα μείνει Απόσπασμα».

Κεντρική μορφή του συνθέματος, ο Λάμπρος, «τούτος ο κακοήθης, αλλά μεγαλόψυχος άνδρας». Ανέντιμος αλλά και γενναίος. που δεν τηρεί τον λόγο του («Και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως / Το στεφάνι, που μώταξες, ο τοίχος», ο εφιάλτης της Μαρίας), αλλά κατατρύχεται από τύψεις τραγικότατες. που καλεί τον Θεό να αυτοκαταστραφεί «γιατί [τον] έχει πλάσει», ενώ στο τέλος αυτοκαταστρέφεται ο ίδιος. άνδρας που θέλει νά ‘ναι «του εαυτού του Θεός», όμως συνθλίβεται από την απόγνωση του κόσμου, που δεν αντέχει, από τη θέση του πατέρα, να στηρίξει. Ένοχος και ήρωας ταυτόχρονα, έκπτωτος και ανυψωμένος ως τραγική μορφή, ο Λάμπρος θα ενσαρκώνει (ως πρόθεση του ποιητή) μια μικτή πατρική μορφή, που θα προκαλούσε ταυτόχρονα απέχθεια και δέος. θα αντιπροσώπευε ταυτόχρονα την ύβρι και την κάθαρση. θα ήταν έκπτωτος από τη θέση του, ως παραβάτης του λόγου και του ηθικού νόμου, αλλά ταυτόχρονα εξαϋλωμένος από την καθαρτήρια φλόγα των τύψεων, που του γεννά η παράδοξα «αυτοκίνητη» φωνή της συνείδησής του.