Ο ερωτισμός στην τέχνη, εικαστικές φαντασιώσεις

  • Post category:Αρχική / Δοκίμια
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

siderman-13Ο ερωτισμός είναι η πρώτη πατρίδα κάθε ανθρώπου. Η απαρχή κι ο τρόπος κάθε πόθου. Και οι μηχανές της ψυχής κινούνται πάντα με τη φλόγα της νοσταλγίας και του νόστου εκεί. Με όχημα, κυρίως, τις φαντασιώσεις.

Η  δημιουργία, πάλι, ισοδυναμεί με αναδιατύπωση της φαντασίωσης του δημιουργού στη γλώσσα μιας συγκεκριμένης τέχνης.

Balthus, Goya, Schiele, Dali, Picasso είναι πέντε ξεχωριστοί ζωγράφοι, που με το έργο τους επέτρεψαν μια γεμάτη μαγεία και έκπληξη εξερεύνηση στον κόσμο του ερωτισμού: Στις φαντασιωσικές του καταβολές, στην προσωπική επεξεργασία των φαντασιώσεων και στην εικαστική τους αναδιατύπωση, μέσα σε καθορισμένες ιστορικές και προσωπικές συνθήκες.

— Ένα ταξίδι που μιλά και για την τέχνη και για τον ερωτισμό και για τη φοβερή συνάντηση με τέτοιες τιτάνιες δυνάμεις. Συνάντηση που φέρνει την ψυχή αντιμέτωπη με απτές και ανείκαστες αλήθειες – με ρίσκο και απόλαυση.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το έργο είναι η προέκταση της ψυχικής ζωής του δημιουργού με άλλα μέσα — μέσα από έναν κώδικα συμμεριστό με τους άλλους. Γι’ αυτό, όπως είπαμε, η τέχνη δεν είναι «τρόπος έκφρασης» (όπως π.χ. η ονειροπόληση ή η επιλογή ενδυμάτων), αλλά (όπως η ανάσα….) τρόπος ύπαρξης του καλλιτέχνη: Η ψυχή του συνέχεται με την αλήθεια των πραγμάτων και ανοίγει ένα δρόμο για εκεί και στους άλλους ανθρώπους. Η φαντασίωσή του συναντά τα πράγματα, τα εγκολπώνεται, τα ανασυντάσσει και τα ανασημαίνει, και μετά μοιράζεται —αντίδωρο— με τους άλλους ανθρώπους μια καινοφανή πτυχή ενός πλατύτερου, κοινού πλέον κόσμου.
— Συνοπτικά —σαν λογική κατάληξη αυτής της εμπειρικής περιδιάβασης—  η δημιουργία μπορεί να συμπυκνωθεί στον προαναφερθέντα «τύπο»:

Ε = (φκ)γτ

Αξίζει να επισημάνουμε εδώ ότι το έργο τέχνης δεν εικονίζει, κατά τρόπο άμεσο και αδιαμεσολάβητο, τη φαντασίωση του δημιουργού, δεν «εκφράζει την ψυχή του καλλιτέχνη» με τρόπο ευθύ και ανεπεξέργαστο. Αλλά αναδιατυπώνει με όρους έργου τέχνης τη φαντασίωση του καλλιτέχνη περασμένη μέσα από τα ιδιότυπα φίλτρα, τους κανόνες, τα υποδείγματα, τις παραδόσεις, τις αναφορές, τις σκοπιμότητες, τους καταναγκασμούς και τους περιορισμούς του επιλεγόμενου τρόπου αισθητικής μορφοποίησής της. Άλλωστε, κάθε κώδικας αντιπροσωπεύει ήδη μια συνάφεια (context-e) από μόνος του, υπαγορεύοντας εφικτές και ανέφικτες διατυπώσεις και σημασίες, εικαστά και ανείκαστα νοήματα, ευνοούμενους ή χωλαίνοντες εκφραστικούς δρόμους. Έτσι, η φαντασίωση, εντασσόμενη σε οποιονδήποτε κοινό, συμμεριστό κώδικα, μπορεί μόνο να αναδιατυπωθεί: Ήτοι, πάντα κάτι διαφεύγει, δεν είναι δυνατόν να αναπαρασταθεί. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν συνιστά ουδόλως «μειονέκτημα» για το έργο τέχνης: Κάθε άξιο λόγου έργο είναι κόσμος άρτιος, και μάλιστα ανεξάντλητος ως προς τη συγκίνηση που γεννά, ως προς τους τρόπους πρόσληψης που ενεργοποιεί, ως προς τις ερμηνείες που κινητοποιεί, ως προς την αίσθηση του κόσμου που καλλιεργεί…

Έτσι λοιπόν προσεγγίσαμε τον ερωτισμό στη ζωγραφική (αν και όχι μόνο), αξιοποιώντας αυτό το επιστημολογικό πλαίσιο και τα ψυχοδιανοητικά εργαλεία που το υποστηρίζουν και το καθιστούν επιχειρησιακό. Εδώ, προφανώς, συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο έννοιες, αλλά και φαντασία, συναισθήματα, ευαισθησία, τόλμη και, τελικά, το κουράγιο που είναι απαραίτητο για να βρεθείς βιωματικά και διανοητικά ενώπιος ενωπίω με τις δύο κολοσσιαίες δυνάμεις, που αντιπροσωπεύουν και ο ερωτισμός και η τέχνη. Γιατί θέλει κουράγιο ο ερωτισμός — το ίδιο και η τέχνη. Και πρωτίστως, ν’ αφήσεις στην άκρη την πανοπλία σου — ιδίως τις έτοιμες αντιλήψεις…

Balthus, Goya, Schiele, Dali, Picasso είναι οι πέντε άμεσα αναγνωρίσιμοι ζωγράφοι που, με το έργο τους, επέτρεψαν μια γεμάτη μαγεία και έκπληξη εξερεύνηση και περιπλάνηση στον κόσμο του ερωτισμού: Στις φαντασιωσικές του καταβολές, στην προσωπική επεξεργασία των φαντασιώσεων και στην εικαστική τους αναδιατύπωση — μέσα στις συνάφειες που ορίζει το πεντάπτυχο της δημιουργίας.

Η τυπική πορεία της διερεύνησης αφορμάται συνήθως από κάποιον γρίφο, που αφορά τον καλλιτέχνη και το έργο του. Και προχωρά βήμα-βήμα (με ουκ ολίγες παρεκβάσεις, είναι αλήθεια) προς την επίλυση του εν λόγω γρίφου. Αποδεσμεύοντας στην πορεία τους τρόπους, με τους οποίους το έργο προκύπτει ως η φαντασίωση του καλλιτέχνη (ανα)διατυπωμένη στη γλώσσα της ζωγραφικής.

Δεν είναι μάλλον καθόλου παράξενο που, και για τους πέντε μαζί ζωγράφους, το τοπίο που αναδύεται αντιστοιχεί σε ένα κάποιο καλειδοσκόπιο του βλέμματος. Όπου το βλέμμα δεν είναι απλά αισθητήριο-αντιληπτικό εργαλείο, αλλά συγκεκριμένο σύστημα διακονίας του ερωτισμού, διάταξη λιβιδινική, σεξουαλικό όργανο, με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου: Αξιοποίηση αισθήσεων και λειτουργιών του σώματος για τον προσπορισμό απόλαυσης. Με τη διευκρίνιση, φυσικά, ότι, λόγω της φύσης του πεδίου (αισθητική εμπειρία), η απόλαυση αυτή εξυψώνεται και γίνεται συστατικά πνευματική — όποιες κι αν είναι οι σάρκινες καταβολές κι αντιστοιχίες της. Ειδικότερα, εντοπίζεται ότι:

Ο Balthus διατυπώνει τα παράδοξα και τους περιορισμούς του αισθησιακού βλέμματος, όταν αυτό καλείται να προχωρήσει πέρα από τον αντιληπτικό ορίζοντα και συναντά το ερώτημα της ηθικής.

Ο Goya δειλιάζει και οπισθοδρομεί μπροστά σε εκείνο που ποθεί, ανήμπορος να υποστηρίξει έμπρακτα την επιθυμία του. Φτάνοντας να θυσιάσει, στο βωμό ενός απειλημένου ναρκισσισμού, το αισθησιακό βλέμμα: Ντύνει τη Μάγια, παράγοντας έτσι ένα «εικαστικό σύμπτωμα».

Ο Schiele φέρεται από ένα βλέμμα, που η σεξουαλική του λειτουργία τίθεται στην υπηρεσία ενός ιδιότυπου «πολεμικού σχεδίου». Έτσι προκύπτει ο τόσο χαρακτηριστικός σ’ αυτόν συνδυασμός σκληρότητας και μαγείας.

Ο Dali αφήνεται σε μια προϊούσα παθητικοποίηση του ερωτικού σώματος και αδρανοποίηση του αισθησιακού βλέμματος, υπεκφεύγει ως προς την ερωτική συνάντηση μ’ ένα «απόλυτο αντικείμενο» και παλινδρομεί σε παλαιότατες θέσεις και εκδοχές του ερωτισμού.

Ο Picasso, τέλος, επικαλείται την παντοδυναμία ενός τα πάντα περιέχοντος ερωτικού βλέμματος, που οργανώνει και την υπαρξιακή εμπειρία και τη βιωματική αίσθηση του κόσμου — με τίμημα ένα απροσδόκητο άγχος.

Ας σημειωθεί ήδη εδώ, σα γενική παρατήρηση, κάτι που αναφαίνεται σε διάφορα σημεία της περιδιάβασής μας: Η υποκείμενη λειτουργία της φαντασίωσης και των περιπετειών της δεν εκδηλώνεται μόνο στο πεδίο της θεματικής και του περιεχομένου. Αλλά, κατά τρόπο απτό και συγκεκριμένο, μεταγράφεται και στο επίπεδο των μορφικών επιλογών ή επινοήσεων — επικαθορίζει και την εικαστική γλώσσα που υιοθετεί ή οδηγείται να εφεύρει ο μεγάλος δημιουργός.

Μια τροχάδην διαδρομή, τέλος, από το προϊστορικό λυκαυγές της τέχνης μέχρι σήμερα, με οδηγό τη διαλεκτική ενόρμηση-άμυνα, δείχνει σχηματικά το πώς εγγράφεται η αισθητική εμπειρία του ερωτισμού στο ιστορικό του πλαίσιο.