Προς μια λυτρωτική οδό της απωλείας

  • Post category:Παρουσιάσεις
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπ.

Σκέψεις με αφορμή το βιβλίο
«Απώλεια – Πένθος – Κατάθλιψη: Πάθος και Λύτρωση»

των Νίκου Σιδέρη & Αιμιλιανού Σιδέρη

Ευαγγελία Γαλανάκη
Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας ΕΚΠΑ

Διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου, 27 Νοεμβρίου 2020

Αλλά γιατί το να ’σαι δω είναι πολύ, και γιατί, καθώς φαίνεται,
οτιδήποτε εδώ μάς χρειάζεται, οτιδήποτε φθίνει και παράδοξα
σε μας αποτείνεται. Σε μας, τους πλέον φθίνοντες. Μία φορά
το καθένα, μονάχα μία φορά. Μία φορά και ποτέ πια. Κι εμείς επίσης
μία φορά. Ποτέ ξανά. Όμως αυτή τη
μία φορά να ’χεις υπάρξει, αν και μονάχα μία φορά,
επί της γης, να ’χεις υπάρξει, αμετάκλητο φαίνεται.

Rainer Maria Rilke, Οι Ελεγείες του Ντουίνο, Ένατη Ελεγεία (απόσπασμα)
(μτφ. Σ. Σελαβής, εκδ. Περισπωμένη)

Με αυτό το μικρό κείμενο, καταθέτω σκέψεις που προέκυψαν από την ανάγνωση και τον διάλογό μου με το βιβλίο «Απώλεια, Πένθος, Κατάθλιψη. Πάθος και Λύτρωση: Δοκίμιο για την τέχνη του καλού αποχαιρετισμού» των Νίκου Σιδέρη και Αιμιλιανού Σιδέρη. Σκέψεις μερικές, που εστιάζονται κυρίως στην απώλεια και το πένθος – για την κατάθλιψη θα μιλήσουν όσοι διαθέτουν κλινική εμπειρία. Οι συγγένειες αυτού του βιβλίου με το δικό μου βιβλίο για το συναφές θέμα της μοναξιάς (Γαλανάκη, 2014) νομίζω ότι είναι ένας από τους κύριους λόγους που έλαβα από τους συγγραφείς την πρόσκληση να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου. Απόλαυσα το βιβλίο, με συγκίνησε, μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω συνδέσεις με τη μοναξιά και με οδήγησε να σκεφτώ ότι μια μελέτη για τις σχέσεις όλων αυτών των εμπειριών θα μπορούσε να είναι ένα έργο του μέλλοντος.

Προσέγγιση και στόχοι του βιβλίου

Οι συγγραφείς παραδίδουν στην ελληνική βιβλιογραφία και στο ελληνικό κοινό ένα εκτενές δοκίμιο (533 σελίδων), μια μελέτη για δύο ανθρώπινα πάθη, το πένθος και την κατάθλιψη, που έχουν κοινό υπόστρωμα την απώλεια, προτείνοντας στους αναγνώστες την τέχνη του καλού αποχαιρετισμού, που εγγυάται τη λύτρωση. Από τη μεγάλη ποικιλία των καταθλίψεων, επιλέγουν την αντιδραστική κατάθλιψη, ίσως την πιο συχνή μορφή, αυτή που εμπίπτει στο νευρωσικό πεδίο. Το βιβλίο περιλαμβάνει και μια καίρια προσέγγιση της αυτοκτονίας, καθώς και μια εμπειρικά τεκμηριωμένη πρόταση για την  ψυχοθεραπεία της αντιδραστικής κατάθλιψης.

Η προσέγγιση είναι διεπιστημονική και πολυμεθοδολογική. Η Ψυχιατρική, η Ψυχολογία και η Ψυχανάλυση συναντούν τη Γλωσσολογία, τη Λογοτεχνία και την Τέχνη, αλλά και τη θεωρία των επικοινωνιών, τη λογικομαθηματική σκέψη και τη στατιστική. Αυτός είναι ο πληρέστερος τρόπος για να προσεγγίσουμε υπαρξιακές εμπειρίες, όπως το πένθος και η κατάθλιψη. (Είναι η τακτική που προσπάθησα να ακολουθήσω και στο δικό μου βιβλίο για τη μοναξιά και είμαι υπέρ αυτής.)

Οι συγγραφείς είναι απολύτως σαφείς ως προς τον πολλαπλό στόχο τους: είναι θεωρητικός, κλινικός και παιδαγωγικός/διδακτικός.

Ο θεωρητικός στόχος και ο κλινικός στόχος είναι αξεδιάλυτοι. Το ρεύμα της Ψυχανάλυσης διατρέχει το βιβλίο: Freud, Abraham, Klein, Ferenczi, Lacan και Winnicott, μεταξύ άλλων. Κύριοι οδηγοί είναι η κλινική παρατήρηση και εμπειρία και βέβαια η μεγάλη συμβολή του Freud (1917[1915]/1957a): η μελέτη «Πένθος και μελαγχολία». Αλλά είναι επιλογή των συγγραφέων να μην εστιαστούν στη μεταψυχολογία του πένθους και της κατάθλιψης. Αναγκαία επιλογή, ώστε το βιβλίο να είναι προσιτό στους αναγνώστες που δεν είναι ειδικοί στις επιστήμες της ψυχής. Ωστόσο, το δοκίμιο έχει ως κύρια γνωρίσματά του τον εννοιολογικό πλούτο, τη σαφήνεια και ακρίβεια των επιστημονικών όρων, τις λεπτές διακρίσεις και τις επίμονες αποσαφηνίσεις των εννοιών, αρετές που είναι γνωστό ότι διακρίνουν τα γραπτά του Νίκου Σιδέρη. Οι αποσαφηνίσεις αφορούν πολλά γνωρίσματα που πένθους και της κατάθλιψης, όπως και άλλες κρίσιμες έννοιες, για παράδειγμα ενδοβολή έναντι ενσωμάτωσης, άρνηση έναντι απάρνησης, τύψεις έναντι ενοχών, παράπονο έναντι θυμού. Ως εκ τούτου, η μελέτη διαλύει αρκετές συνήθεις παρανοήσεις και αναδεικνύει το εύρος, το βάθος και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Επί της ουσίας, προτείνει ένα θεωρητικό μοντέλο για την απώλεια και τα πεπρωμένα της, στέρεα θεμελιωμένο στην κλινική εμπειρία και, θα έλεγα, στη γενικότερη εμπειρία ζωής των συγγραφέων.

Το βιβλίο παρουσιάζει και ένα δομικό ψυχοδυναμικό μοντέλο της αντιδραστικής κατάθλιψης, με συνιστώσες:

  • τη «δυναστική ναρκισσιστική σχέση του υποκειμένου με το απολεσθέν αντικείμενο», το οποίο θεωρείται αναντικατάστατο στοιχείο της θεμελιακής φαντασίωσης του υποκειμένου,
  • την αρχαϊκή σχέση του υποκειμένου με το απολεσθέν αντικείμενο,
  • την αμφιθυμία του προς αυτό,
  • την προηγούμενη ψυχική ή/και οργανική παθολογία του υποκειμένου,
  • την ευάλωτη προσωπικότητά του και
  • το πιθανό πρώιμο τραύμα.

Σε ορισμένα σημεία, στο βιβλίο ασκείται κριτική στο φροϋδικό μοντέλο. Υπάρχει, επίσης, τουλάχιστον μία προσθήκη-πρωτότυπη συμβολή, που συνοψίζεται στην εξής φράση: «Η κατάθλιψη είναι το άγονο παράπονο μιας προδομένης αγάπης όταν η υπόσταση του αντικείμενου της απώλειας (χαμένο ή μη χαμένο) είναι αναποφάσιστη» (σ. 415, δική μου έμφαση). Δηλαδή, το αντικείμενο είναι για τον άνθρωπο με κατάθλιψη ούτε χαμένο ούτε μη χαμένο. Η αμφιθυμία κυριαρχεί: «Ναι μεν το ξέρω, αλλ’ όμως…» (σ. 35). Επομένως, συνολικά, το βιβλίο προσφέρει μια θεωρία για το πένθος και την αντιδραστική κατάθλιψη, όπως και μια πρόταση για την πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτής της μορφής κατάθλιψης.

Ο παιδαγωγικός/διδακτικός στόχος του βιβλίου είναι αυταπόδεικτος. Οι συγγραφείς απευθύνονται με επιτυχία και στους ειδικούς και στους μη ειδικούς. Ανάλυση, σύνθεση, διασαφηνίσεις, κατηγοριοποιήσεις, ερμηνείες, συνοψίσεις, συλλογισμοί και συμπεράσματα, καθώς και παραδείγματα – όλα αυτά συνιστούν την υλοποίηση του παιδαγωγικού/διδακτικού στόχου ενός άρτια δομημένου κειμένου, για να επιτευχθεί η κατανόηση, απομνημόνευση και εμπέδωση των μηνυμάτων… Ο στόχος αυτός είναι πάντοτε δύσκολος, ίσως και ριψοκίνδυνος, ο Νίκος Σιδέρης όμως έχει αποδείξει περίτρανα ότι έχει το χάρισμα να το επιτυγχάνει.

Οι μεταψυχολογικές περιπέτειες του πένθους

Μιλώντας για το πένθος και την κατάθλιψη, δύσκολα αποφεύγει κανείς τον μεταψυχολογικό πειρασμό (υπενθυμίζω ότι η εστίασή μου είναι η απώλεια και το πένθος). Η μελέτη «Πένθος και μελαγχολία» γράφτηκε ένα έτος μετά το δοκίμιο για τον ναρκισσισμό (Freud, 1914/1957b), το ίδιο έτος με το δοκίμιο για το «Εφήμερο» (1916[1915]/1957c), καθώς και με τις «Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο» (Freud, 1915/1957d). Εντάσσεται περισσότερο στο υποκειμενικό και λιγότερο στο διυποκειμενικό υπόδειγμα, μολονότι οι απαρχές της θεωρίας των αντικειμενοτρόπων σχέσεων βρίσκονται στη μελέτη αυτή (Ogden, 2002). Επίσης, εκφράζει, όπως και οι άλλες μελέτες του 1915, το βίωμα του Freud από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα βίωμα που οπωσδήποτε καθόρισε την εισαγωγή της ενόρμησης του θανάτου στο «Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης» (Freud, 1920/1955).

Αν και οι συγγραφείς αναφέρονται μόνο στο δοκίμιο «Πένθος και μελαγχολία», υπάρχουν σημεία στο βιβλίο όπου υιοθετείται η μεταγενέστερη φροϋδική οπτική. Γράφουν ότι, με την εύρεση του υποκατάστατου του απολεσθέντος, «έστω ανεπαισθήτως, παρηγορούμαστε» – «έστω ανεπαισθήτως» (σ. 64). Αναφέρουν τους Laplanche και Pontalis (1967/1986), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι «το εγώ μπορεί να υποστεί μια βαθιά μεταβολή λόγω της ταύτισης και να γίνει το ενδοϋποκειμενικό υπόλειμμα μιας διυποκειμενικής σχέσης» (σ. 152) και ότι στο εγώ καθιζάνουν στοιχεία του άλλου. Η άποψη αυτή είναι σύστοιχη με τη μεταγενέστερη άποψη του Freud (1923/1961) στο «Το εγώ και το αυτό» για το πένθος, κατά την οποία, το εγώ είναι «το ίζημα των εγκαταλελειμμένων επενδύσεων σε αντικείμενα και περιέχει την ιστορία αυτών των επιλογών αντικειμένου» (σ. 29), με πρώτο και κύριο το μητρικό αντικείμενο. Οι συγγραφείς φαίνεται να υποστηρίζουν το ίδιο: το εγώ είναι «αποθετήριο των απολεσθέντων αντικειμένων αγάπης» (σ. 64). Που σημαίνει ότι το πένθος μόνο μερικώς επιλύεται και η ελπίδα είναι πάντα μετριασμένη. Κατά συνέπεια, έχει και άλλη μία ομοιότητα με την κατάθλιψη: είναι, ενδεχομένως πάντα(;), μελαγχολικό πένθος. Γιατί, με αυτό, το υποκείμενο διατηρεί μέρος της αγάπης και του μίσους για το αντικείμενο και γιατί το πένθος είναι ο μόνος τρόπος να περισωθεί το αντικείμενο και η αγάπη μας προς αυτό. Όπως πρόσθεσε αργότερα ο Freud (1926/1959) στη μελέτη «Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος», διακρίνοντας μεταξύ τους το άγχος, τον πόνο και το πένθος, ο πόνος που προκύπτει από την απώλεια (αποχωρισμό) οφείλεται στην «υψηλή και ανικανοποίητη επένδυση της λαχτάρας (cathexis of longing) στο αντικείμενο» (σ. 172). Και στην ίδια μελέτη συνδέει το άγχος αποχωρισμού με το φόβο όχι μόνο της απώλειας του αντικειμένου, αλλά και της αγάπης του αντικειμένου. Η ποιητική τέχνη αποδίδει συχνά αυτή την αλήθεια. Για παράδειγμα, ο Νίκος Καρούζος, στο ποίημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου», γράφει:

Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.

Πριν από αρκετά χρόνια, ο Νίκος Σιδέρης είχε μεταφράσει και δημοσιεύσει στο περιοδικό “Η λέξη” το δοκίμιο του Freud για το εφήμερο· είχε επιλέξει τη λέξη «φευγαλεότητα» για να αποδώσει το Vergänglichkeit. Σε αυτό, ο Freud ισχυρίζεται ότι το να μην μπορεί να απολαύσει κάποιος την ομορφιά (της φύσης, των δημιουργημάτων, του κόσμου) και να βιώνει ένα εκ προοιμίου πένθος, όπως το ονομάζουν και οι συγγραφείς, επειδή αυτή η ομορφιά είναι παροδική και την άνθηση θα διαδεχθεί ο μαρασμός (αυτό φέρεται να του είπε ο ποιητής Rainer Maria Rilke στη συνομιλία τους, η οποία αναφέρεται στο δοκίμιο), είναι μια ψυχική εξέγερση απέναντι στο πένθος και το εμποδίζει να συντελεστεί. Θα έλεγα ότι είναι σαν να βλέπεις ένα παιδί (διαχρονική η μεταφορά που το θέλει άνθος ή μπουμπούκι) και να μην μπορείς να το απολαύσεις –ίσως και να το αγαπήσεις– γιατί σκέφτεσαι ότι κάποτε θα πεθάνει… Μόνο που το άνθος, μέσα από τον κύκλο των εποχών, θα αναγεννηθεί, ενώ ο άνθρωπος, με την απώλειά του, παίρνει μαζί του κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό που είναι αναντικατάστατο.

Είναι γνωστό ότι ο Freud είχε πολλές περιπέτειες με απώλειες και πένθη. Ανάμεσα στις άλλες (βλ. Gay, 1988), ενδεικτικά αναφέρω ότι έχασε την κόρη του Σοφία, 27 χρονών, από την πανδημία της ισπανικής γρίπης στις 25 Ιανουαρίου 1920. Στις 27 Ιανουαρίου, στην επιστολή του προς τον Oscar Pfister, έγραψε (E. L. Freud, 1960) ότι «η απώλεια ενός παιδιού φαίνεται να είναι ένα σοβαρό ναρκισσιστικό πλήγμα· αυτό που είναι γνωστό ως πένθος θα ακολουθήσει μάλλον αργότερα» (σ. 328), μένοντας πιο κοντά στην άποψη του δοκιμίου του 1915. Μάλλον στο ίδιο πνεύμα, σε επιστολή του προς τον Sándor Ferenczi (4 Φεβρουαρίου 1920), τον διαβεβαιώνει ότι, με εξαίρεση το αίσθημα κόπωσης, είναι καλά, ότι ο θάνατος δεν επηρεάζει τη στάση του απέναντι στη ζωή, ότι ήταν «προετοιμασμένος» για αυτόν (αναμένοντας τον θάνατο των γιων του στον πόλεμο) και επαναλαμβάνει ότι βαθιά υπάρχει «ένα πικρό, ανεπανόρθωτο ναρκισσιστικό πλήγμα» (σ. 328).

Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, η στάση του Freud απέναντι στο πένθος δείχνει διαφορετική. Έχει δεχθεί το πλήγμα του θανάτου του δευτερότοκου παιδιού της Σοφίας, του Heinele, σε ηλικία σχεδόν πέντε ετών, το 1923, την ίδια χρονιά που ο ίδιος διαγνώστηκε με καρκίνο. Τρία χρόνια μετά (15 Οκτωβρίου 1926), γράφει στον Ludwig Binswanger: «δεν νοιάζομαι πια για τα εγγόνια μου, ούτε βρίσκω απόλαυση στη ζωή» (σ. 184), για να προσθέσει πάλι, δύο χρόνια μετά (11 Μαρτίου 1928), σε επιστολή του προς τον Ernest Jones: «κουράστηκα από τη ζωή μια για πάντα» (σ. 643). Ακόμη πιο επεξεργασμένη φαίνεται η στάση του λίγο αργότερα (11 Απριλίου 1929), στην επιστολή του προς τον Binswanger, ο οποίος μόλις είχε βιώσει την απώλεια του γιου του. Εκεί ο Freud έγραψε ότι, μολονότι η θλίψη ακολουθεί την πορεία της, «γνωρίζουμε ότι θα μείνουμε απαρηγόρητοι και ποτέ δεν θα βρούμε ένα υποκατάστατο»· αυτός είναι «ο μόνος τρόπος για να διαιωνίσουμε εκείνη την αγάπη που δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε» (σ. 386). Ενδιαφέρον είναι και κάτι άλλο, που συνήθως δεν σχολιάζεται. Στην παραπάνω επιστολή προς τον Jones, o Freud αναφέρει πως ο χαμένος εγγονός έλεγε συχνά ότι θα πεθάνει και αναρωτιέται: «Πώς γίνεται τα παιδιά να γνωρίζουν αυτά τα πράγματα;» (σ. 643). O Freud επιστρατεύει τη μαγική σκέψη και την εξιδανίκευση για να αποδώσει, με τρόπο σπαρακτικό, νόημα στο αδιανόητο του θανάτου του παιδιού, διατυπώνοντας ίσως την ενόρμηση του θανάτου σε μια άλλη γλώσσα.

Είναι ακριβώς η «ανθρώπινη γλώσσα» του Freud, και όχι η «μεταψυχολογική», η οποία φέρει τον πόνο, την οδύνη, τον τρόμο, το άγχος του για τις πολλές εμπειρίες απώλειας που δοκίμασε, στις οποίες επαπειλούνταν ο δικός του ψυχικός θάνατος (Τζαβάρα, 1999). Έχει υποστηριχθεί (Ποταμιάνου, 2007) ότι ο Freud προσπάθησε να ξεφύγει από το άγχος θανάτου, που στη θεωρία του το δεχόταν μόνο ως μια μορφή άγχους ευνουχισμού, τοποθετώντας τον θάνατο μέσα στη θεωρία (π.χ. μαζοχισμός, ψυχαναγκασμός επανάληψης, ασυνείδητη ενοχή και Υπερεγώ, αρνητική θεραπευτική αντίδραση). Έχουν γραφεί πολλά για τον ρόλο των απωλειών στη ζωή και το έργο του Freud, που είναι πέραν του στόχου του παρόντος κειμένου. Η προσωπική εργασία του πένθους του για τον βιολογικό θάνατο αγαπημένων του προσώπων συνυφάνθηκε με πολλά, όπως με τα τραύματα της προσωπικής ιστορίας του, τις συχνές και χρόνιες ασθένειες και την ηλικιακή φθορά του, τις συγκρούσεις με μαθητές και φίλους του, τους περιορισμούς στην αυτοανάλυσή του και την ανάλυση των ασθενών του, το άγχος του για την εξέλιξη της θεωρίας του, την αγωνία του για την εδραίωση της Ψυχανάλυσης, καθώς και με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, κυρίως τον πόλεμο. Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί ότι σε αυτή την εργασία του πένθους την οποία επιτελεί ο ιδιοφυής ιδρυτής της Ψυχανάλυσης, φαίνεται να συντελείται μια μετατόπιση στο βίωμα του πένθους: από το ναρκισσιστικό τραύμα που δύναται να επουλωθεί, προς τη διαρκή πάλη με την απογοήτευση και την παραίτηση από τη ζωή. Η εργασία του φαίνεται ότι ήταν το νέο αντικείμενο το οποίο επένδυε o Freud αντιμετωπίζοντας τις ψυχικά θανατηφόρες εισβολές που δεχόταν έξωθεν και έσωθεν. Εκ του αποτελέσματος, της προσφοράς του, φαίνεται ότι η ζωή κατάφερε να αντιμετωπίσει με σθένος τον ψυχικό χαμό. Αυτή είναι και η θέση που επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου και συνιστά τη λύτρωση από το πάθος.

Πράγματι, μπορούμε να ισχυριστούμε, στη γραμμή του Freud, ότι, όταν συντελείται ο καλός αποχωρισμός, το εγώ γίνεται ένα αποθετήριο χαμένων αντικειμένων, ιστορικά τοποθετημένων. Οι συγγραφείς τονίζουν ότι η ψυχή δεν διαγράφει το απολεσθέν αντικείμενο, αλλά αποσύρει τις επενδύσεις της από αυτό και προσθέτουν ότι, με την αποδοχή της απώλειας, το σημείο αποσπάται από το πράγμα που χάνεται, για να σωθεί ως αναπαράσταση/ανάμνηση. «Αγαπώ πάντα “το ίδιο” αυτό που χάθηκε, κι ας “χάθηκε…”» (σ. 224), μια φράση των συγγραφέων για τον πενθούντα, στην οποία ηχεί ο λόγος του Freud. Έτσι, επέρχεται «λύτρωση διά της οδύνης» (σ. 145), βίωμα γνωστό στον ελληνικό πολιτισμό ως χαροποιόν πένθος, χαρμολύπη, ή το έξοχο σολωμικό «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο».

Η πρόταση του βιβλίου για την οδό της απωλείας

Αν για τον Ιπποκράτη (5ος αι. π.Χ.), η νόσος είναι αιτία της απώλειας («τοῖσι πολλοῖσιν ὑποτροπιάσασα ἡ νοῦσος αἰτίη ἀπωλείης ἐγένετο»), στο βιβλίο η θέση αυτή υιοθετείται κυρίως αντίστροφα: η απώλεια (μπορεί να) είναι αιτία της νόσου. Μπορεί, δεν είναι αναπόδραστο, αφού ο καθένας μας έχει επιλογή ανάμεσα στους δύο δρόμους, όπως ο Ηρακλής, ανάμεσα στον δρόμο της Αρετής και στον δρόμο της Κακίας, κατά τους συγγραφείς. Ο δικός μου συνειρμός για την επιλογή ήταν η φράση από τον μονόλογο του Άμλετ (στην πιστή μετάφραση του Δ. Καψάλη):

Πού βρίσκεται η ευγένεια του ανθρώπου:
να τον χτυπά, να τον εξευτελίζει
μοίρα αλλοπρόσαλλη και να υπομένει;
Ή να ξεσηκωθεί, να πάρει τα όπλα,
ενάντια σ’ ένα πέλαγος δεινά
και να τα πολεμήσει ως το τέλος;

Για το διαζευκτικό «ή» οι συγγραφείς έχουν σαφή και ωφέλιμη θέση. Κυρίως ο ψυχαναλυτικός λόγος, αλλά και ένα πλήθος επιχειρημάτων, επιστρατεύονται για να ασκηθεί πειθώ στους αναγνώστες ώστε να επιλέξουν, μόνοι τους –και εδώ το βιβλίο λειτουργεί και ως βιβλίο αυτοβοήθειας– ή μέσω της ψυχοθεραπείας, εκείνη την «οδό της απωλείας» που διανοίγει η τέχνη του καλού αποχαιρετισμού. Θεωρώ ότι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «καλό» και τον αποχωρισμό – να ξέρεις να λες αντίο όταν αποχωρίζεσαι και να το εννοείς. Για το πώς μπορεί να γίνει αυτό, παραπέμπω τον ανήσυχο και φιλομαθή αναγνώστη στις σελίδες του βιβλίου.

Γιατί είναι απαραίτητο ένα βιβλίο για την απώλεια και τα πεπρωμένα της – το πένθος και την κατάθλιψη;

Θα προσφέρω δύο απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, με βάση τη δική μου οπτική γωνία και εξειδίκευση, την Αναπτυξιακή Ψυχολογία και την Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία· θα επιχειρήσω και μια σύνδεση με το σχολείο.

  1. Στο βιβλίο απαντώνται αναφορές στη θέση της απώλειας και του πένθους στην ανάπτυξη του όντος, οι οποίες συνοψίζονται στην εύστοχη φράση των συγγραφέων: «ο απόλυτος κανόνας της ανθρώπινης εξέλιξης […] είναι η ανάπτυξη μέσω απωλειών» (σ. 63). Η προσαρμογή σε ένα περιβάλλον σημαίνει και πένθος, γράφουν. Και, φυσικά, δεν λείπουν οι αναφορές τους στην παραδείσια ενότητα της ενδομήτριας ζωής, στο πρωτοτυπικό για όλους τους αποχωρισμούς τραύμα της γέννησης, στον απογαλακτισμό του βρέφους, στην παιδικότητα που χάνεται, στο παράταιρο του πράγματος – να είσαι παιδί και να έχεις κατάθλιψη.

Είναι και δική μου θέση ότι αναπτύσσομαι ίσον αδειάζω, κάνω χώρο για άλλα που θα έλθουν, για το αύριο· επινοώ, εφευρίσκω το καινοφανές, αυτό που μοιάζει με το παλαιό που χάθηκε, αλλά είναι και διαφορετικό. Μετάβαση σε άλλο στάδιο ή επίπεδο σημαίνει ότι κάτι χάνω, κάτι αφήνω πίσω, κάτι είναι nevermore. Μεγαλώνω θα πει είμαι εντός του χρόνου και κλίνω το ρήμα «χάνω» σε όλους τους χρόνους: χάνω, έχασα, θα χάσω, έχω χάσει, θα έχω χάσει. Ή, για να μιλήσω πιο γειωμένα, ας θυμηθούμε τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο (απόπτωση) και την αυτοφαγία (ως αποτοξίνωση και επανόρθωση των κυττάρων), οργανικές διεργασίες παρούσες από την αρχή της ζωής.

Αν και έχουν διατυπωθεί διαφωνίες σχετικά με το αναπτυξιακό επίπεδο στο οποίο μπορεί να βιωθεί το πένθος (π.χ. διάλογος John Bowlby – Anna Freud), θα τολμήσω να ισχυριστώ ότι η απώλεια διαπερνά την οντογένεση και οι διάφορες εκδοχές της συνεπάγονται αναπτυξιακά πένθη (μια ειδικότερη όψη τους είναι οι κάθε λογής ευνουχισμοί), διαφορετικά από ποιοτική άποψη σε κάθε ηλικιακό επίπεδο, που έρχονται και παρέρχονται, όπως η πλημμυρίδα και η άμπωτη. Συχνά, συνιστούν κομβικά σημεία των μεταβάσεων σε επόμενο αναπτυξιακό επίπεδο. Η έκβασή τους, που είναι μοναδική για κάθε άτομο αφού εξαρτάται από τη συνάντηση της ιδιοσυγκρασίας με το περιβάλλον, είναι στη βάση αυτού που οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι ονομάζουμε συνέχεια και ασυνέχεια της ανάπτυξης (Lerner, 2011) και δοκιμάζουν την ψυχική ανθεκτικότητα (Masten, 2001) του αναπτυσσόμενου όντος. Ανθεκτικότητα απέναντι στην αντιξοότητα, διότι αυτή κρύβει μέσα της, κάθε φορά, μια καταστροφή – θυμόμαστε ότι η απώλεια, ετυμολογικά, προέρχεται από το «απολλύω», που σημαίνει όχι μόνο χάνω, αλλά και καταστρέφω, θανατώνω.

Αποδιοργανώσεις και απαρτιώσεις, παραιτήσεις και επανορθώσεις, στάσεις, κινήσεις και ανασυστάσεις, εγκαταλείψεις και επανευρέσεις περιγράφουν την ψυχική οικονομία στη διαλεκτική της ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης που, εξ αρχής και κατά την εκδίπλωσή της, σημαδεύεται από το πένθος, καθώς η αναπαράσταση λέξης φέρει το πένθος της απώλειας του πράγματος, η οποία με τη σειρά της φέρει το πένθος της απώλειας του σώματος· είναι μια πορεία ψυχικοποίησης, στην αρχή της οποίας όλες οι διεγέρσεις που μας κατακλύζουν δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν στον ψυχικό ιστό αφού αυτός δεν έχει ακόμη οργανωθεί, συνιστώντας οπωσδήποτε ένα πρωτότυπο απώλειας, μετά την απώλεια της ενδομήτριας ζωής και το τραύμα της γέννησης (Δημόπουλος, 2017).

Η απώλεια και το πένθος είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η καταθλιπτική θέση κατά την Klein (1946/1975) και το πρωταρχικό πένθος κατά τον Racamier (2016) είναι μερικές μόνο από τις σημαντικές προσεγγίσεις της θεμελιώδους σημασίας της απώλειας και του πένθους για την ανάπτυξη. Η επεξεργασία του καθενός από τα αναπτυξιακά πένθη, με πρώτο το πένθος για το πρωταρχικό αντικείμενο, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση της ταυτότητας, ετερότητας και διακριτότητας του υποκειμένου, το βίωμα του ορίου, τον τρόπο με τον οποίο θα επεξεργαστεί κάθε είδους αναπόδραστο πένθος που θα συναντήσει αργότερα, μέχρι το τέλος, ποιες και τι είδους απώλειες θα το τραυματίσουν περισσότερο, ποιες απώλειες θα το ελκύσουν ώστε να τις επιδιώξει, αν μια απώλεια θα μετεξελιχθεί σε κατάθλιψη και τι είδους κατάθλιψη (ή άλλη ψυχική διαταραχή), ακόμη και ποια θα είναι η ικανότητά του για μετουσίωση. Η συμβολοποίηση του αντικειμένου στην αρχή της ζωής συνιστά θεμέλιο της ανάπτυξης και έχει τη μορφή του παραδόξου: το πένθος γίνεται εφικτό μόνο αν το αντικείμενο έχει συμβολοποιηθεί, αλλά, για να επιτευχθεί η συμβολοποίηση, πρέπει το άτομο να έχει αποδεχθεί την απουσία του αντικειμένου και να το έχει πενθήσει (Roussillon, 2013). Aκόμη, αρκετές παλαιότερες και νεότερες απόψεις –ψυχαναλυτικές, φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές– φαίνεται να συγκλίνουν στη θέση (Πέτρου, 2017) ότι το εγώ, φτιαγμένο από τα υλικά των άλλων, εγκαταλείπον και εγκαταλειπόμενο, βρίσκεται σε μια συνεχή διεργασία πένθους, ότι το ίδιο είναι πένθος.

Σκιαγραφώ αμέσως παρακάτω τις αναπτυξιακές απώλειες και τα αναπτυξιακά πένθη με τρόπο αδρό και ελλιπή, ως μονοκοντυλιά.

Η αδιαμεσολάβητη από το αίτημα και το σύμβολο νεογνική και πρώτη βρεφική εμπειρία, η εμπειρία της ολότητας και πληρότητας, που συνεχίζει τον ενδομήτριο παράδεισο, χάνεται πολύ γρήγορα. Παράλληλα με και μετά από αυτήν, ο μητρικός μαστός ή το υποκατάστατό του έρχονται, σε έναν διαρκή χορό με το βρέφος, να το εξοικειώσουν με την ένωση, τον αποχωρισμό, την επανένωση. Η μητέρα (όπου μητέρα, όποιο πρόσωπο φροντίζει το παιδί) να είναι σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι κρυφτού με το βρέφος. Και φθάνουν μαζί, στην απώλεια-ορόσημο, τον απογαλακτισμό, ίσως τον πρώτο ευνουχισμό.

Προς το τέλος της βρεφικής ηλικίας, το παιδί γίνεται ικανό να παίξει με τον αποχωρισμό, να κυριαρχήσει με ηδονή πάνω σε αυτόν, όπως τόσο ωραία μας έδειξε ο Freud. Έχοντας αυτή τη δύναμη, θα βρεθεί, στην αρχή της νηπιακής ηλικίας, να αναρωτιέται για και να αναμετριέται με την απώλεια των προϊόντων του σώματός του, με τον ανταλλάξιμο χαρακτήρα τους: τα αποβάλλω και τα χάνω για να κερδίσω την αγάπη των γονέων μου, προσφέροντάς τα σε αυτούς, αλλά κάποιες φορές τα κρατώ για μένα, μόνο για μένα. Το νήπιο σοβαρεύει, τηρεί χαμηλών τόνων στάση, πενθώντας ό,τι πήρε μαζί της η βρεφική μακαριότητα.

Η αγάπη για τους γονείς θα δοκιμασθεί άγρια στην καμπή, στην κόψη του οιδιπόδειου, κατά την αντιπαράθεση και κατά τη μείξη της με την ενόρμηση του θανάτου, υπό τη βαριά σκιά της ενοχής. Εδώ λαμβάνει χώρα η άλλη μεγάλη απώλεια-ορόσημο, αυτή της αιμομικτικής ένωσης με τους γονείς, για πάντα σημαδεμένη από το άγχος του ευνουχισμού και για πάντα συνυφασμένη με το ανικανοποίητο, κι ενώ το πέπλο της βρεφονηπιακής αμνησίας καλύπτει πια ένα μεγάλο μέρος της εμπειρίας. Το παιδί θα στραφεί τώρα, υπομανιακά, στην ομάδα των ομηλίκων και στα έργα του πολιτισμού, όπως ο γραπτός λόγος, μήπως βρει εκεί ή δημιουργήσει ό,τι έχει χάσει. Σε όλη την παιδική ηλικία, θα δοκιμάζει, σχεδόν καθημερινά, μικρές απώλειες: της οιδιπόδειας ευχαρίστησης, του ιδεώδους εγώ, του ναρκισσισμού εν γένει, σε κάθε πεδίο έκφρασης και επίδοσης. Η ανία θα σκεπάζει σαν την ομίχλη την καθημερινότητά του και μετά θα δίνει τη θέση της στην έξαψη, ξανά και ξανά. Θα παίζει με τα απομεινάρια αυτών των πενθών, μέχρι που με αυτά, μερικώς επιλυμένα, θα δοκιμάσει τις πολλαπλές, σκληρές απώλειες της ήβης: θα δει να χάνεται η ξεγνοιασιά, δηλαδή η παντοδυναμία, η δική του και των γονέων, οι γονείς δεν θα είναι πια τα αποκλειστικά αντικείμενα αγάπης και μίσους, η εικόνα του σώματος ραγδαία, ανεξέλεγκτα και τελεσίδικα θα αλλάζει. Ο έφηβος πρέπει να πενθήσει αντικείμενα παρόντα και ισχυρά επενδεδυμένα, όντας αντιμέτωπος με το κενό. Για να λάβει πλέον η απώλεια τον υπαρξιακό, τραγικό χαρακτήρα της, καθώς εγγράφεται στην ιστορία του υποκειμένου που ενηλικιώνεται.

Στις σύγχρονες κοινωνίες, η ενηλικίωση είναι μια μακρά διεργασία. Κρατά συνήθως μία δεκαετία, ακριβώς γιατί οι συνθήκες δεν επιτρέπουν τη δέσμευση με ενήλικους ρόλους και το πέρας, αλλά επιβάλλουν διερεύνηση, πειραματισμό, εναλλαγές και αστάθεια. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται από τους νέους να έχουν τη δύναμη να αφήνουν κάτι και να καταπιάνονται με κάτι άλλο – ένα συνεχές πένθος, ενώ την ίδια στιγμή η κουλτούρα επιτάσσει το you live only once (yolo).

Ό,τι χάνεται στην ανάπτυξη του όντος, χάνεται για πάντα; Ο Freud (1915/1957d) προσφέρει μιαν απάντηση, κάνοντας μία από τις σπουδαίες αναπτυξιακές παρατηρήσεις του, η οποία έχει ελάχιστη χρονική διαφορά από τις μελέτες για τον ναρκισσισμό, το εφήμερο, το πένθος και τη μελαγχολία: ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα για ενέλιξη, που νοείται ως παλινδρόμηση, με αποτέλεσμα καθετί πρωτόγονο (κυρίως οι ενστικτώδεις ενορμήσεις), ακόμη και όταν εγκαταλείπεται σε ένα προηγούμενο αναπτυξιακό στάδιο, να μη χάνεται ποτέ, αλλά να μπορεί να επανεγκαθιδρυθεί αργότερα, όντας πλήρως άφθαρτο.

  1. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο μας χρειαζόταν ένα βιβλίο για το θέμα αυτό, είναι ότι το πένθος αποτελεί έργο του πολιτισμού. Και το βιβλίο, ως πολιτισμικό αγαθό, υπηρετεί αυτό το έργο. «Κάθε πολιτισμός είναι μια τεράστια μηχανή πένθους», αναφέρουν προσφυώς οι συγγραφείς και εξηγούν πώς και γιατί. Τονίζουν ότι οι Έλληνες είμαστε πολιτισμικά εξοπλισμένοι για τον καλόν αποχαιρετισμό. Περιγράφουν αναλυτικά πώς συντελείται το πένθος (αναφέροντας εδώ και το δικό μου χάικου: «Μία τελεία/ Το χαρτί λευκότερο/ Η μέρα νέα».). Μαζί με όλα αυτά όμως, πρέπει να θυμόμαστε ότι και η εργασία του πολιτισμού, όπως και η εργασία του πένθους, είναι ατελής.

Αυτή λοιπόν η εργασία του πένθους, ίσως ορθότερα η διεργασία, έχει τα εξής συστατικά (όπως τα κωδικοποίησα σύντομα και όχι εξαντλητικά, με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία), τα οποία απαιτούν χρόνο και ψυχική ενέργεια:

  • δοκιμασία της πραγματικότητας σε ενέργεια, που σημαίνει
  • σταδιακή αναγνώριση και ανοχή του ψυχικού πόνου που προξενεί η απώλεια,
  • υπερεπένδυση καθεμίας από τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες στις οποίες η λίμπιντο είναι συνδεδεμένη με το απολεσθέν, μια που αυτό προξενεί ευχαρίστηση,
  • αργή και βαθμιαία απόσυρση της λίμπιντο από καθεμία από αυτές,
  • επεξεργασία του μίσους για το απολεσθέν, επειδή μας εγκατέλειψε,
  • βαθμιαία επίλυση της σύγκρουσης ανάμεσα στην επιθυμία για το απολεσθέν και στον τρόμο από την αναβίωση της απώλειας,
  • ναρκισσιστική ικανοποίηση του υποκειμένου από το ότι είναι ζωντανό (δεν θέλει να ακολουθήσει στον θάνατο το απολεσθέν, έχει κίνητρο για ζωή),
  • μετάθεση/μετατόπιση της επένδυσης σε υποκατάστατο αντικείμενο και παρηγοριά-λύτρωση,
  • διαφοροποίηση του εγώ από το μη εγώ και
  • διάχυση της ψυχικής ενέργειας που χρειάστηκε για την εργασία αυτή, ένα άνοιγμα του εγώ προς το άγνωστο – ή, όπως το διατυπώνουν οι συγγραφείς, «ελευθερία από» το αντικείμενο και «ελευθερία για» νέες επενδύσεις στην πράξη.

Η διεργασία πένθους είναι εσωτερική αναδιάταξητροποποίηση της ψυχικής οικονομίας. Και ενώ είναι μια διεργασία κόντρα στη λήθη του απολεσθέντος, ώστε να διατηρηθεί η αγάπη προς αυτό, καταλήγει σε μια κάποια λήθη, την «πολύτιμη λήθη» όπως την ονομάζουν οι συγγραφείς (αναφέροντας και την ομόηχη φράση «πολύτιμοι λίθοι»), η οποία θα μπορούσε να ιδωθεί και ως αναδιευθέτηση της θύμησης. Πρόκειται για μερική αποποίηση, για «μεταθέσεις εντός της ενορμητικής ζωής», κατά τον Roussillon (2013), αφού αναζητούμε το απολεσθέν αντικείμενο μέσα σε άλλο αντικείμενο, πενθούμε λιγότερο την επιθυμία ή το αντικείμενό της και περισσότερο τις συνθήκες ικανοποίησης και την ανταλλαγή των τρόπων ικανοποίησης. Οι συγγραφείς εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο το πένθος συνιστά «χεγκελιανή διαλεκτική υπέρβαση των αντίθετων ψυχικών στάσεων» (σ. 234), έναν τιτάνιο αγώνα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

Και, αφού είναι διεργασία, υποστηρίζω, σημαίνει ότι κάτι είναι ζωντανό και βρίσκεται σε λειτουργία, σημαίνει μετασχηματισμό και ότι γίνεται από κοινού, στο κοινωνικό πεδίο. Άλλωστε, εκτός από το πένθος, και η αγάπη δεν απαιτεί εργασία (ζωντάνια και μόχθο) για να οικοδομηθεί και να διατηρηθεί;

Ρόλος των γονέων, των δασκάλων, άλλων ενηλίκων, των προσώπων που έχουν θεσμική ευθύνη, είναι, μεταξύ άλλων, να αποτελέσουν το υποστήριγμα, τη «σκαλωσιά» ώστε τα παιδιά, οι έφηβοι, οι νέοι να επεξεργάζονται τα πένθη τους. Αυτοί οι ενήλικοι πρέπει να έχουν επίγνωση ότι και οι ίδιοι αποτελούν και θα αποτελέσουν απολεσθέντα αντικείμενα για τις νεότερες γενιές. Αυτό σημαίνει ότι διαθέτουν οι ίδιοι μια αίσθηση της ιστορικής και τραγικής ύπαρξης του ανθρώπου (βλ. Σιδέρης, 2013, για μια συζήτηση σχετικά με την υπαρξιακή αίσθηση του χρόνου, ιδίως στους Έλληνες). Θεματοφύλακας της διεργασίας του πένθους και της πρόληψης της κατάθλιψης είναι το σχολείο, αν και αυτό συνήθως δεν αναγνωρίζεται και δεν συζητείται. Το σχολείο πρέπει να διδάσκει και την τέχνη του καλού αποχαιρετισμού, προετοιμάζοντας τα παιδιά για τις απώλειες. Για παράδειγμα, οι δάσκαλοι πρέπει να εκπαιδεύουν συστηματικά τους μαθητές τους για όλους τους αναπόφευκτους αποχωρισμούς της σχολικής ζωής, όπως η αλλαγή του δασκάλου, οι διακοπές, το τέλος της σχολικής χρονιάς, η αποφοίτηση. Ο πόνος και το άγχος των σχολικών αποχωρισμών αναβιώνει τις αντίστοιχες εμπειρίες των πρώτων χρόνων της ζωής σε όλα τα μέλη της παιδαγωγικής σχέσης. Η ψυχική επεξεργασία αυτών των απωλειών διευκολύνει την ανάπτυξη των μαθητών και την ψυχική ευεξία των δασκάλων. Αλλά για να έχει αυτό το έργο των δασκάλων καλή έκβαση, πρέπει οι ίδιοι να έχουν μια καλή σχέση με τον πόνο, τη θλίψη, το άγχος, την αμφιθυμία, το νόημα της ύπαρξης, να μπορούν να «υποδέχονται», να «κρατούν», να «μεταβολίζουν» τις παιδικές εμπειρίες, να ασκούνται και να ασκούν στην ευγνωμοσύνη και την επανόρθωση για την καταστροφικότητα, να συνδέουν πρόσωπα και πράγματα, αλλά και να νιώθουν αρκετά καλά με τις αποσυνδέσεις και να αντέχουν να είναι μόνοι. Το εν λόγω βιβλίο, διδάσκοντας την τέχνη του καλού αποχαιρετισμού, είναι σε αυτό το έργο των εκπαιδευτικών ένας πολύτιμος βοηθός.

Ζείδωρος λόγος για το απολεσθέν

Είναι πάμπολλες οι λέξεις και οι φράσεις που έχει εισαγάγει, καθιερώσει, νομιμοποιήσει ο Νίκος Σιδέρης (με τη συμμετοχή πλέον και του ψυχολόγου και γλωσσολόγου Αιμιλιανού Σιδέρη) στις επιστήμες της ψυχής. Στο σημείο όπου η επιστήμη συναντά την τέχνη, αυτές οι λέξεις και φράσεις φαίνεται, σε κάποιες περιπτώσεις, να μην αποτελούν μόνο έναν πρωτότυπο τρόπο διατύπωσης γνωστών εννοιών, αλλά να εισάγουν νέες έννοιες και να υποδεικνύουν νέες συνδέσεις. Λόγος ελληνικός, όμορφος, που αποδίδει την υψηλή αισθητική στάση των φορέων του απέναντι στην απώλεια – όπως ακριβώς υποστηρίζουν οι συγγραφείς ότι είναι και η στάση του Έλληνα, ιδίως όταν βιώνει το πένθος. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές, παραλείποντας αρκετές, που ο αναγνώστης θα ανακαλύψει στο βιβλίο:

τέχνη του ζην, τέχνη του καλού αποχαιρετισμού, ψυχαλγία, αντι-πενθικές σχέσεις, μνημειακή οδύνη, αληθία
«Το πένθος ως κεντρομόλος ροπή του κακού» – «Η κατάθλιψη ως φυγόκεντρος ροπή του κακού»
«Το πένθος είναι σπονδή στον κοινωνικό δεσμό»
«Η αντιδραστική κατάθλιψη [είναι] ένα εμποδισμένο πένθος, μια ζωτική υπαρξιακή μαθησιακή δυσκολία»
«Κατάθλιψη: το άγονο παράπονο μιας προδομένης αγάπης»
«Το δίπολο: Πένθος ως καλός αποχαιρετισμός και Κατάθλιψη ως ανεκπλήρωτο πένθος»
«Ενοχή σημαίνει ανεξαγόραστη φαντασιακή οφειλή»
«Η ιστορία εσωτερικεύεται ως δομή, η οποία εκδιπλώνεται ως λόγος»

Κορυφαίο σημείο του βιβλίου είναι ο Πίνακας όπου παρουσιάζεται η σύγκριση πένθους – κατάθλιψης, ως προς 16 διαστάσεις, από την εκλυτική αιτία τους μέχρι την έκβαση (σσ. 56-60).

Στο κείμενο συναντά κανείς και αποφθέγματα, για παράδειγμα, «Όποιος δεν ξέρει να χάνει ό,τι αγαπά, δεν ξέρει ν’ αγαπά», αλλά και σχήματα και εξισώσεις. Όλα αυτά υπηρετούν τον παιδαγωγικό/διδακτικό στόχο του βιβλίου, αυξάνουν τη μεταδοτικότητα των συγγραφέων και ισχυροποιούν τη μνήμη των αναγνωστών: απέναντι σε ένα απολεσθέν αντικείμενο που κινδυνεύει να στοιχειώσει τη μνήμη και όλη την ύπαρξη του υποκειμένου, ένα σοφό γνωμικό μπορεί να ορθώσει το ανάστημά του και να υπενθυμίσει, αυτομάτως, τι σημαίνει να ζει κανείς εντός της πραγματικότητας.

Ακόμη, ενδεικτικά, δύο μικρές παράγραφοι που αποδεικνύουν, αντίστοιχα, τη δεινή ικανότητα των συγγραφέων να απευθύνονται και να αγγίζουν τόσο τους ειδικούς της ψυχικής υγείας –και όσους αγαπούν την ποίηση– όσο και τους μη ειδικούς.

Η πρώτη παράγραφος (για την κατάθλιψη):

«Το Εγώ θυσιάζει την ελευθερία του για να παραδοθεί περιπαθέστατα στον ολοκληρωτισμό της απάρνησης και της λατρείας του απολεσθέντος. Αιώνια, χωρίς να το αγγίζει ο χρόνος. Η απολαυστική δουλεία, που συνδυάζει ηδονή και οδύνη, είναι η επιλεγμένη μοίρα του Εγώ στον ζόφο της κατάθλιψης.» (σ. 359)

Και η δεύτερη παράγραφος, προς το τέλος του βιβλίου:

«Τρεις νόμοι για την προσωπική πρόληψη της κατάθλιψης:
Για να μπορείς να ζεις, μάθε να πενθείς.
Θάρρος μπροστά στην αλήθεια του εαυτού και των πραγμάτων.
Μέριμνα για την ανθρώπινη σχέση.» (σ. 528)

Ο λόγος του βιβλίου σημαίνει μια ιστορία, που έχει φυσικά πλοκή, επεισόδια, μυστήριο, σασπένς και εκπλήξεις. Ο αναγνώστης ακολουθεί βήμα προς βήμα τη γραμμή σκέψης των συγγραφέων, γιατί αυτοί τον προσκαλούν να σκεφτεί μαζί τους. Είναι μια περιπέτεια, μια συνεκτική αφήγηση, που την κατανοώ ως την κατά μόνας και από κοινού ψυχική επεξεργασία των ίδιων των συγγραφέων, πάνω στις δικές τους απώλειες και τα δικά τους πένθη. Και προσκαλούν τον αναγνώστη να εισέλθει και αυτός στην περιπέτεια και να  πραγματοποιήσει αυτό το χρονοβόρο, κοπιώδες, αλλά τελικά ψυχικά ανταποδοτικό έργο του καλού αποχαιρετισμού.

Ένα πολιτισμικό αγαθό για την απώλεια, εν μέσω πανδημίας

Το βιβλίο αυτό, ως πολιτισμικό αγαθό, κυκλοφορεί ανάμεσά μας την εποχή της πανδημίας· όπως και η μελέτη του Freud «Πένθος και μελαγχολία» που γράφτηκε το 1915, με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να μαίνεται, και τον Freud να έχει στείλει τους γιους του στο μέτωπο… Στη σημερινή μεγάλη κρίση, που ασκεί στον άνθρωπο stress, δοκιμάζουμε συνεχείς και πολλαπλές απώλειες: ζωές (ιδίως ηλικιωμένων αγαπημένων), υγεία, συγγενικές σχέσεις, έρωτες και φιλίες, επαγγελματική και οικονομική κατάσταση, εκπαίδευση και σπουδές, ασφάλεια και προστασία, ελευθερία, διασκέδαση, ρουτίνες, όνειρα… Το πένθος δεν θα συντελεστεί με τον ίδιο τρόπο για όλους. Οι απώλειες της πανδημίας ποικίλλουν σε είδος και δεν είναι το ίδιο τραυματικές για όλους – μολονότι όλες ενεργοποιούν προηγούμενες τραυματικές απώλειες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ακόμη, ο αόρατος εχθρός, ο ιός, συμπλέκει το πένθος για οποιαδήποτε απώλεια με το φόβο ή άγχος του βιολογικού θανάτου, θα έλεγε κανείς με τις πρωτόγονες αγωνίες και τον υπαρξιακό τρόμο.

Καθώς η σκιά του ιού πέφτει πάνω στους ανθρώπους, αρχίζουν ήδη να γίνονται ορατές οι επιπλοκές του πένθους, που κινδυνεύουν να εγκλωβίσουν τον πανδημικό και μετα-πανδημικό άνθρωπο σε διάφορα είδη καταθλίψεων. Πολύ συνοπτικά και ενδεικτικά σκιαγραφώ μερικές από αυτές, έχοντας εμπνευσθεί και από το εν λόγω βιβλίο, και μόνο καταχρηστικά τις διακρίνω, αφού μπορεί να εμφανίζονται σε μίξεις. Εννοείται ότι το θέμα αξίζει να μελετηθεί εκτενέστερα και βαθύτερα.

  • Πένθιμη μοναξιά, καθώς υπάρχει δυσκολία να βρεθούν υποκατάστατα αντικείμενα και παρηγοριά για μιαν απώλεια που προκύπτει από αποχωρισμό εξαιτίας της φυσικής/σωματικής απομάκρυνσης και αποστασιοποίησης, τόσο από στενούς οικείους όσο και από ομάδες. Μια μοναξιά με κύριο γνώρισμα την απουσία του σώματος του άλλου, της αφής, της αγκαλιάς, της θέασης του πλήρους προσώπου (λόγω της μάσκας), αλλά και την απουσία οικείων και γνώριμων χώρων-πλαισίων ζωής. Ίσως μια τυπική εκδήλωση αυτού του είδους πένθους (και άλλων ειδών) να είναι το πένθιμο μούδιασμα, που εύστοχα αναλύει ο Νίκος Σιδέρης (2014) στο άλλο βιβλίο του, για τη μεγάλη κρίση.
  • Πένθος της μοναχικότητας, καθώς ο εγκλεισμός στην οικία επιβάλλει σε πολλούς διαρκή συγχρωτισμό και συνωστισμό. Χάνεται η ιδιωτικότητα και ο ευεργετικός προσωπικός χωροχρόνος, ενώ, για τους λιγότερο τυχερούς, ανοίγει και ο ασκός της κακοποίησης από οικεία πρόσωπα.
  • Πένθος του χρόνου, ο οποίος βιώνεται διαταραγμένος (α) ως προς τη διάρκεια και ροή του (συνήθως ακινητοποιημένος/στάσιμος, αργός, σαν χειμερία νάρκη, ατέρμονος, κυρίως ως άμυνα απέναντι στον φόβο του θανάτου από τον ιό)· (β) ως προς τη ζωτικότητά του, τον ενορμητικό χρωματισμό του (παγωμένος για να μειωθεί η πλημμύρα των διεγέρσεων έσωθεν και έξωθεν και να υπερασπιστεί το εγώ την ακεραιότητά του έναντι των απειλητικών ενορμήσεων, ακίνητος όπως και η επιθυμία που ματαιώνεται διαρκώς λόγω της κατάστασης, αναξιοποίητος και αναξιοποιήσιμος, έμφορτος ανίας και αγχώδους αδημονίας για την επιστροφή στην «κανονικότητα»)· (γ) ως προς τη συνέχειά του (απρόβλεπτος, σε ρήξη με το προ-πανδημικό παρελθόν που φαντάζει πολύ μακρινό και ξένο, με την άμεση ευχαρίστηση να μην μπορεί να αναβληθεί για το μέλλον)· και (δ) ως προς το πεπρωμένο ή την προοπτική του (ήδη καταδικασμένος, χαμένος ανεπιστρεπτί και το μέλλον κλειστό, απροσπέλαστο ή αδιανόητο, χωρίς την υπόσχεση της αλλαγής). Ο χρόνος λυγίζει από το βάρος του επείγοντος. Το άτομο νιώθει εγκλωβισμένο σε ένα ατελείωτο εδώ-και-τώρα, στο οποίο τα προϋπάρχοντα τραύματα αποκτούν επικαιρότητα και είναι συχνές οι εμπειρίες του ανοίκειου και της αποπροσωποποίησης (Χαρτοκόλλης, 2006).
  • Αμφίβολο πένθος (να πενθήσει κανείς ή να μην πενθήσει;), καθώς δεν γνωρίζουμε αν ο καθένας μας είναι φορέας του ιού ή όχι, αν θα νοσήσουμε ή όχι, αν θα βιώσουμε απώλεια ή όχι και, αν βιώσουμε, ποια ακριβώς θα είναι αυτή και πότε θα συμβεί. Θα απαριθμηθούμε και εμείς στα «κρούσματα» ή όχι; Έχει εγκατασταθεί η εξ αποστάσεως, ψηφιακή επικοινωνία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκτοπίζει και στο μέλλον τη διά ζώσης; Είναι αμετάκλητες οι απώλειες ή όχι; Αλλάζουμε ριζικά ή όχι;
  • Εκ των προτέρων ή εκ προοιμίου πένθος για κάτι που γνωρίζουμε ή πιθανολογούμε ότι θα χαθεί, για παράδειγμα, ένας σοβαρά ασθενής αγαπημένος, ή η καλή οικονομική κατάσταση, ενώ αυτό ακόμη δεν έχει επισυμβεί.
  • Παρατεταμένο πένθος, λόγω διαρκούς, βαθμιαίας απώλειας, αφού αυτή λαμβάνει χώρα καθημερινά σε πολλαπλά επίπεδα, δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν υπάρχει πρόβλεψη για το πότε θα φθάσει στο πέρας της. Κόπωση και ανυπομονησία νιώθει συχνά το άτομο μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, την καταχνιά.
  • Παραγνωρισμένο, ασυντρόφευτο πένθος, για όσους δεν μπορέσουν να συνοδεύσουν και να θρηνήσουν με τις τελετές που αρμόζουν τους ανθρώπους που έχασαν και δεν τους επιτραπεί να έχουν συντρόφους για να συμμεριστούν το πένθος τους και να διευκολύνουν τον πλαισιωμένο θρήνο. (Τελετές εξ αποστάσεως, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, δείχνουν ανάγλυφα, μεταξύ άλλων, την επινοητικότητα του ανθρώπου απέναντι σε αυτή τη στέρηση και την έσχατη μοναξιά του θανάτου).
  • Αναβληθέν ή εν αναμονή πένθος, γιατί προς το παρόν είναι πολυτέλεια να πενθεί όποιος πρέπει να είναι σε εγρήγορση/αντίσταση για να αντιμετωπίσει την ασθένεια οικείων προσώπων ή ανήκει στο υγειονομικό προσωπικό ή σε κάποιο άλλο κρίσιμο για την πανδημία επάγγελμα, όπου το επείγον έχει την προτεραιότητα.
  • Ένοχο, στιγματισμένο πένθος, καμιά φορά και με την «ενοχή του επιζήσαντα», που βιώνουν όσοι νόσησαν, όσοι μετέδωσαν τον ιό (είτε νόσησαν οι ίδιοι είτε όχι), όσοι ήταν αρνητές του ιού αλλά νόσησαν ή/και τον μετέδωσαν, όπως και όσοι νιώθουν ότι δεν έπραξαν όσα έπρεπε ή μπορούσαν να πράξουν για να σώσουν μια ανθρώπινη ζωή (π.χ. υγειονομικοί). Ωστόσο, συχνά η ενοχή χαρακτηρίζει το πένθος πολλών ανθρώπων για τις απώλειες της πανδημίας και είναι εμφανής στον λόγο τους, π.χ. «Τι έκανα για να μου συμβαίνει τώρα αυτό; Τι είδους τιμωρία είναι;», αναρώτηση που έχει στόχο την εύρεση νοήματος απέναντι στην τρομακτική προοπτική να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο ιός συμπεριφέρεται με τρόπο πέραν της λογικής και της ηθικής, τυχαία, όπως το είχε εκθέσει ο Albert Camus στην Πανούκλα (Gabbard, 2021).
  • Διάμεσο πένθος ή πένθος δι’ αντιπροσώπου, καθώς είμαστε μάρτυρες του πένθους των άλλων, ολόκληρης της ανθρωπότητας που θρηνεί εκατόμβες νεκρών, ακόμα και αν εμείς δεν έχουμε κάποια μεγάλη απώλεια – άρα, συλλογικό πένθος.
  • Θυμωμένο πένθος, κατά το οποίο το άτομο, που κατακλύζεται από τα παρανοειδή και διωκτικά άγχη, διαχειρίζεται την τραυματική απώλεια εξωτερικεύοντάς την κυρίως, ως υπερεγρήγορσηκαχυποψία για τις προθέσεις και τους χειρισμούς των άλλων, ιδίως αυτών που κατέχουν εξουσία και δύναμη, καθώς και με συνεχείς προβολές, εκδραματίσεις και εκφορτίσεις. Συχνά, συνυπάρχει η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας, των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού, μαζί με τη βαθιά ανημπόρια και την αδυναμία οραματισμού ενός καλύτερου μέλλοντος που θα περιέχει και το άτομο.
  • Δυσχερές ή αδύνατο πένθος, ναρκισσιστικό, όταν –και αυτό είναι πολύ συχνό– το απολεσθέν αντικείμενο, ένα ή πολλαπλά (π.χ. πρόσωπα, αγαθά, διασκεδάσεις) ήταν ναρκισσιστικό, επομένως η απώλειά του βιώνεται ως απώλεια ενός μέρους του (ήδη αδύναμου και τρωτού) εγώ. Πλήθος είναι οι ναρκισσιστικές ταυτίσεις μας με τα αντικείμενα σε μια εποχή μεγάλης ρευστότητας και αστάθειας της ταυτότητας. Κανείς δεν θέλει να αποδεχθεί ότι χάνει ένα μέρος του εαυτού του και εν τέλει την πληρότητά του. «Δεν ξέρουμε να χάνουμε». Εδώ ελλοχεύουν η ναρκισσιστική αναδίπλωση, το αίσθημα του κενού και ο ψυχαναγκασμός της επανάληψης για να διατηρηθεί ένα επίπεδο διεγέρσεων, ευχάριστών και επώδυνων.
  • Πένθος της παντοδυναμίας και του ελέγχου (επικαλυπτόμενο με το αμέσως προηγούμενο πένθος), καθώς πλήττεται η ολοκληρωτική και παντοδύναμη κατοχή των αντικειμένων και ο έλεγχος της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας, ενεργοποιώντας αμυντικούς μηχανισμούς πρωκτικής συγκράτησης και φαντασιώσεις πρωτογενούς πρωκτικότητας (Ποταμιάνου, 2011), αλλά και ναρκισσιστικού τύπου φαντασιώσεις «Αποκάλυψης», «συντέλειας και νέας εκκίνησης του κόσμου», ώστε να αντιμετωπιστεί τόσο το αίσθημα του κενού όσο και αυτό της ανημπόριας. Τέτοια είναι τα πλήγματα που κατάφερε ο ιός στην παντοδυναμία της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και στον έλεγχο της καθημερινής ζωής, όπως π.χ. η αρρύθμιστη πλέον ρουτίνα, ή το σώμα που δεν αντέχει τη δοκιμασία της κοπιαστικής διαδικτυακής επικοινωνίας – πλήγματα που για πρώτη φορά μετά από αρκετές δεκαετίες δέχεται η ανθρωπότητα.
  • Ατέλειες της εργασίας του σύγχρονου πολιτισμού, πάμπολλες (πολύ συνοπτικά τις αναφέρω), που εκδηλώνονται στο ατομικό και στο συλλογικό, που προϋπήρχαν της πανδημίας και καθιστούν αδύνατο ή περιπλέκουν το πένθος: το νηπενθές (ένα βότανο που γευόμαστε και στις μέρες μας), η απώθηση της φθαρτότητας και της θνητότητας, η διαρκής αποφυγή της οδύνης, της απουσίας και της αρνητικότητας, η προώθηση τρόπων του ζην όπου κυριαρχούν οι παλινδρομήσεις σε στοματικού τύπου ενσωματώσεις ή πρωκτικού τύπου καταστροφικές-αποβλητικές εκδηλώσεις (Abraham, 1924/1953), αλλά και οι αρνήσεις, διαψεύσεις, διχοτομήσεις και μανιακές άμυνες, τα ελλείμματα ψυχικοποίησης και συμβολοποίησης, οι συνεχείς αποσυνδέσεις, η έξαρση των ψυχοσωματικών αποδιοργανώσεων, η προβληματική του ορίου, οι δυσκολίες στη μετουσίωση-παρακμή των τεχνών κ.ά.
  • Όλα τα παραπάνω πένθη είναι πιθανό να συνδέονται και με τη νοσταλγία του πολύ πρόσφατου, προ-πανδημικού παρελθόντος, η οποία θα μπορούσε, υπό ορισμένες συνθήκες, για παράδειγμα αν συνοδεύεται από την ελπίδα εκείνη που προκύπτει από τη δοκιμασία της πραγματικότητας, να διευκολύνει το πένθος.

Μέσα σε αυτό το πέλαγος δεινών, το βιβλίο «Απώλεια – Πένθος – Κατάθλιψη: Πάθος και Λύτρωση» μας προσκαλεί να σκεφτούμε και να αναθεωρήσουμε πολλά, να αναζητήσουμε νέο νόημα και νέα ηθική. Μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμος οδηγός για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, που βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με τις απώλειες της πανδημίας και θα βρεθούν ακόμη περισσότερο, με τις επιπτώσεις και τις επιπλοκές των απωλειών, των δικών τους και των θεραπευομένων τους, μετά το τέλος της. Και τότε, όπως και τώρα άλλωστε, θα πρέπει να τις αντικρίσουν κατάματα, να τις οικειοποιηθούν και να τις εντάξουν στην προσωπική και συλλογική ιστορία τους – και στην ιστορία της Ελλάδας που βιώνει τη δεύτερη συνεχόμενη μεγάλη κρίση, μετά την οικονομική. Θα είναι ανάγκη, όλοι μας, να αποφύγουμε το ψυχωτικό στοιχείο της μελαγχολίας και της μανίας, το οποίο συνίσταται στην αποφυγή του πόνου αλλά και ενός μεγάλου μέρους της εξωτερικής πραγματικότητας (Ogden, 2002). Θα χρειαστεί να πραγματοποιήσουμε, σε βάθος χρόνου, ψυχική εργασία επί του πόνου που προκαλούν οι απώλειες – να μην τις αφήσουμε ανομολόγητες.

Si vis vitam, para mortem. Αν θέλεις να αντέξεις τη ζωή, προετοιμάσου για τον θάνατο, γράφει ο Freud (1915/1957d) στη μελέτη του «Η σχέση μας με τον θάνατο». Αυτή η προετοιμασία, ως μια διάλυση της αυταπάτης ότι είμαστε αθάνατοι, είναι ο καλός αποχαιρετισμός για κάθε άφευκτη απώλεια της ζωής μας. Με τον καλόν αποχαιρετισμό, τη διεργασία του πένθους πάνω στον θάνατο και πάνω στη ζωή, ο Νίκος Σιδέρης και ο Αιμιλιανός Σιδέρης μάς πείθουν ότι μπορούμε, ακόμα και σε μαύρους καιρούς όπως αυτοί που διανύουμε, να εξαγοράσουμε –και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πληρώσουμε ένα τίμημα– την καλή ζωή, μια ζωή με οντολογικό νόημα, σε διαρκές γίγνεσθαι και με κύριο γνώρισμά της αυτό που νιώθουμε ότι κινδυνεύουμε, εμείς και οι γύρω μας, να χάσουμε λόγω των απωλειών: την ικανότητα για αγάπη.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Abraham, K. (1953). A short study of the development of the libido, viewed in the light of mental disorders. In K. Abraham, Selected Papers. Vol. 1: Selected Papers on Psychoanalysis. (pp. 418–501). Basic Books. (Original work published 1924)

de Mijolla, A. (2005). Halberstadt-Freud, Sophie (1893-1920). Entry in the International Dictionary of Psychoanalysis: Volume 1. A–F (A. de Mijolla, Editor-in-Chief, pp. 719–720). MacMillan Reference USA.

Freud, E. L. (Ed.) (1960). Letters of Sigmund Freud 1873–1939 (T. & J. Stern, trans). Basic Books.

Freud, S. (1957a). Mourning and melancholia. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 239–258). Hogarth Press. (Original work published 1917[1915])

Freud, S. (1957b). On narcissism: An introduction. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 67–102). Hogarth Press. (Original work published 1914)

Freud, S. (1957c). On transience. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The Standard Edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 305–307): Hogarth Press. (Original work published 1916[1915])

Freud, S. (1957d). Thoughts of the times on war and death. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The Standard Edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 275–300): Hogarth Press. (Original work published 1915)

Freud, S. (1955). Beyond the pleasure principle. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 18, pp. 3–64). London: Hogarth Press. (Original work published 1920)

Freud, S. (1959). Inhibitions, symptoms and anxiety. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 20, pp. 75–172). Hogarth Press. (Original work published 1926)

Freud, S. (1961). The ego and the id. In J. Strachey (Ed. and Trans.), The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 19, pp. 3–66). Hogarth Press. (Original work published 1923)

Gabbard, G. O. (2021). The analyst and the virus. Journal of the American Psychoanalytic Association, 68(6), 1089–1099.

Gay, P. (1988). Freud: A life for our time. W. W. Norton & Co.

Klein, M. (1975). Notes on some schizoid mechanisms. In M. Klein, Envy and gratitude and other works 1946-1963. The writings of Melanie Klein. Volume III (pp. 1–24). New York: Free Press. (Original article published 1946)

Laplanche, J., & Pontalis, J. B. (1986). Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης. Κέδρος. (Έτος έκδοσης πρωτοτύπου 1967)

Lerner, R. M., Leonard, K., Fay, K., & Issac, S. S. (2011). Continuity and discontinuity in development across the life span: A developmental systems perspective. In K. L. Fingerman, C. A. Berg, J. Smith, & T. C. Antonucci (Eds.), Handbook of life-span development (pp. 141–160). Springer Publishing Company.

Masten, A. S. (2001). Ordinary magic: Resilience processes in development. American Psychologist, 56(3), 227–238.

Ogden, T. H. (2002). A new reading of the origins of object‐relations theory. The International Journal of Psychoanalysis, 83(4), 767–782.

Racamier, P.-C. (2016). Le deuil originaire. Payot.

Roussillon, R. (2013). Το πένθος του πένθους και η μελαγχολία. Στο Ό. Μαράτου & Κ. Μπαζαρίδης (Επιμ.), Απώλειες και διεργασία πένθους – Μονογραφίες 3 (σσ. 11–27). Αθήνα: Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία/Νήσος.

Schimmel, P. (2018). Freud’s “selected fact”: His journey of mourning. The International Journal of Psychoanalysis, 99(1), 208–229.

Γαλανάκη, Ε. (2014). ΜοναξιάΤο παράδοξο της ανθρώπινης φύσης (Πρόλογος: Γ. Κουγιουμουτζάκης). Gutenberg.

Δημόπουλος, Β. (2017). Το απολεσθέν αντικείμενο της ψευδαισθητικής ικανοποίησης. Οιδίπους [Απώλειες], 17, 107–113.

Πέτρου, Μ. (2017). Το διπλό πένθος του εγώ. Οιδίπους [Απώλειες], 17, 139–160.

Ποταμιάνου, Ά. (2007). Μονοπάτια θανάτου, στίξεις και αντιστίξεις. Ίκαρος.

Ποταμιάνου, Ά. (2011). Επί ξυρού ακμής. Μετά.

Τζαβάρα, Ε. (1999). Η συνάντηση του Freud με το εφήμερο, την απογοήτευση και η ορμή θανάτου. Εκ των Υστέρων, 3, 72–93.

Σιδέρης, Ν. (2013). Μιλώ για την κρίση με το παιδί: Εμπιστευτική επιστολή σε μεγάλους που σκέφτονται. Μεταίχμιο.

Σιδέρης, Ν. (2014). Το Κατά Διαβόλου Ευαγγέλιο: Πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Μεταίχμιο.