Η μορφή, ένα ευαίσθητο κατόρθωμα της τέχνης, ισορροπεί πάνω από δυο αβύσσους: Μπαρόκ ρητορεία και θρυμματισμός της αίσθησης. Το καταφέρνει με την ενότητα τόνου και ύφους, την αρχιτεκτονημένη συναρμογή των μερών, και κύρια μέσω του «κόκκινου νήματος» που διαπερνά τον σωρείτη εικόνων, αισθήσεων και στοχασμών του όλου. «Κόκκινο νήμα», συνεκτικός ιστός, που απαρτίζεται από παραλλαγές σ’ ένα βαθύ ερώτημα: Πως επιστρέφει το παν; Ή, αλλιώς: Τι μπορεί να περιμένει ένας άνθρωπος όταν νοσταλγεί μια αίσθηση πληρότητας, ίσως χαμένη για πάντα; «Ξέρω / Θα λες φιλοσοφώ» σχετικά με «τα πράγματα της ανθρωπότητας» (σελ. 18): Ο ποιητής έχει επίγνωση και των επισφαλειών του εγχειρήματός του. Ωστόσο, τολμά. Και καταφέρνει να διαβεί στην αντίπερη όχθη των φαντασμάτων, κρατημένος από μια ποιητική κατασκευή: Ένα μοτίβο συναρθρώνει τα μέρη και την αίσθηση του όλου. Το μοτίβο είναι η επιστροφή του παντός κατά τμήματα. Οκτώ παραλλαγές πάνω σ’ αυτό είναι η σπονδυλική στήλη του ποιήματος.
Η εμμονή και επανάκαμψη του μοτίβου, με ποικίλα πλην πάντοτε έντονα ψυχικά φορτία, ισοδυναμεί με εκδήλωση μιας φαντασίωσης, που μάχεται ν’ απαντήσει στο διπλό ερώτημα: (Πως) επιστρέφει το παν; Τα βήματα της ποιητικής εξερεύνησης είναι:
8. Για να οδηγηθεί τελικά η ποιητική αίσθηση στη βιωμένη εμπειρία της επάρκειας του μερικού, για τους ανθρώπους: «Και μοναχά τα δέντρα θα επιστρέφονται στο παν τους». Ήτοι, στο γόνιμο πένθος της αυταπάτης.
Απόλαυση του ποιητικού λόγου και βαθύτατη γνώση σχετικά με τη μοίρα των μυθικών ποθουμένων οδηγούν το ποίημα: Από την ανάγκη / αυταπάτη / υπόσχεση της αρχέγονης μυθικής πληρότητας του φανταστού μητρικού σώματος (το λακανικό Πράγμα), που επιστρέφει ακέραιη κατά τμήματα (ήτοι, μέσω των αντικειμένων της επιθυμίας), στη διάσχιση της φαντασίωσης και, μέσω του πένθους, στην επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης: Επάρκεια του μερικού, ως έγκυρος όρος για τη διαδρομή της ψυχής. Ο ενστερνισμός της διαύγειας συμπορεύεται με την ευστοχία του λόγου: Ο χαρτομάντης μίλησε και είπε τ’ αληθή — με ρίσκο κι απόλαυση. Δημιουργώντας ένα επικό χαϊκού : Επικό ως προς τον πλούτο αγορευτικών μέσων και πλοκής που, με κίνητρο ένα σύμπτωμα (“Ξεχνώ τραγούδια”, στ. 6), διερευνούν το καθολικό ερώτημα: “Πες μου πως τα πρόσωπα του ανθρώπου / Τον κόσμο καθιστούν μονάχο ή περιττό;” Η ύπαρξη ως επική διαδρομή, περιπέτεια και λύση, ως εναρμόνιση με την αλήθεια των πραγμάτων (γαληνογόνος επάρκεια μιας αναγκαίας μερικότητας). Και χαϊκού ως προς την άμεση εμπειρία της αποκαλυπτικής στιγμής, που μεταδίδεται, χρησμός, σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ίσως επαρκής συμπύκνωση ανοιχτή σε προσωπικές αναγνώσεις: Ποιητικός πραγματισμός, με άλλα λόγια, ως τέχνη του ζην.