Ομιλία του Νίκου Θεοτοκά για το βιβλίο «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο…»

  • Post category:Κριτικές
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

Κάτι θολώνει το προφανές στο οπτικό πεδίο των γονιών. Κάτι μπερδεύει τον ορθολογικό προσδιορισμό και χειρισμό σκοπών και μέσων που υπαγορεύουν οι κοινωνικοί ρόλοι με το πεδίο των συναισθημάτων που αναφέρονται στις σχέσεις. Κι αυτό το μπέρδεμα καταλήγει σε αλληλοαποκλειόμενα «πρέπει».

Οι γονείς «πρέπει», για να είναι γονείς, να φροντίζουν για την εξασφάλιση των υλικών μέσων που απαιτεί το «προς το ζην». Έτσι, στις αναπτυγμένες κοινωνίες, οι γονείς, για να είναι γονείς, «πρέπει», σωματικά και ψυχικά, να μην είναι εκεί όπου «πρέπει» να βρίσκεται ώστε να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Δουλειά πρωί κι απόγευμα, συχνά και βράδυ, αλλοτρίωση και συναισθηματική αποπτώχευση, σώρευση θυμού, κούρασης ή απελπισίας και, ταυτόχρονα, έγνοια να προστατευτούν τα παιδιά από τα δεινά του καθημερινού βίου. Τελικά, τούτη η μέριμνα της προστασίας κατασκευάζει, με τις πιό καλές προθέσεις, ένα φανταστικό κουτί, μέσα στο οποίο κλείνονται τα παιδιά, όχι ως παιδιά αλλά ως μικρογραφικά φαντάσματα ενηλίκων, που «οφείλουν» να καταλαβαίνουν όσα καταλαβαίνουν οι μεγάλοι, που «οφείλουν» να απαντούν στα ερωτήματα των μεγάλων, που «οφείλουν» να διευθετούν τη σχέση τους με τους μεγάλους.

Στον παραμορφωτικό καθρέφτη που δημιουργείται, τα παιδιά καλούνται λοιπόν να καταλάβουν τους γονείς τους, να τους στηρίξουν, να τους μάθουν τους κώδικες της γλώσσας, να τους διδάξουν την αλφαβήτα του καλού και του κακού, του αποδεκτού και του απαράδεκτου. Τελικά, όπως το έλεγε ο Μαρξ μιλώντας για τις ιδεολογίες, στα παιδιά ανατίθεται να γεννούν τους γονείς τους, να τους μεγαλώνουν, να τους μαθαίνουν να περπατούν στον κόσμο και να παράγουν το αξιακό σύμπαν στο οποίο πρέπει να αναφέρονται μικροί και μεγάλοι.

Υπερβάλλω, ασφαλώς, απομονώνοντας και μεγεθύνοντας τις διαστάσεις του φαινομένου που υπαινίσσομαι. Μόνο που, για να αναφερθούμε στο προφανές που βρίσκεται ασύνειδα συγκαλυμμένο, είναι χρήσιμη πιστεύω η μεγέθυνση και η υπερβολή. Καθώς, λοιπόν, το απόθεμα ζωτικού και συναισθηματικού κουράγιου για τον ρόλο του γονιού εξαντλείται από τα δεινά του βίου, ανατίθεται στα παιδιά να λειτουργούν ως γονείς του εαυτού τους και, τελικά, ως γονείς των γονιών τους. Καταλαμβάνουν, δηλαδή, ρόλο στη διευθέτηση των σχέσεων ανάμεσα στην οικογένεια, ανάμεσα στ’ αδέλφια, ανάμεσα σ’ αυτά και στους γονείς, ανάμεσα -εν τέλει- στους ίδιους τους γονείς.

Όλο αυτό που καθ’ υπερβολήν περιέγραψα, τροφοδοτείται κι από τη δημόσια πλέον αντίληψη περί «προοδευτικότητας», περί «ελευθερίας», περί «ισότητας», περί «δικαιωμάτων» κλπ. Οι κοινωνικές και πολιτισμικές κατακτήσεις του εικοστού αιώνα προβάλλονται ευθέως στον κόσμο των παιδιών και των σχέσεών τους με την οικογένεια. Κι εδώ κατασκευάζεται ένας επικίνδυνος και νοσογόνος αυτοματισμός. Γονείς και παιδιά τοποθετούνται ως «ίσοι» σ’ έναν φανταστικό κόσμο «δικαιωμάτων» που συγχέονται με τους «ρόλους» και τις υποχρεώσεις. Έτσι, λόγου χάριν, η ανάμνηση της γονεακής καταπίεσης ή το στερεότυπο του «πατέρα αφέντη», οδηγεί ασύνειδα σε μια εξισωτική διανοητική κατασκευή όπου το παιδί αντιμετωπίζεται ως οιονεί μεγάλος. Κι όπου ο γονιός που καταπιέζει αντικαθίσταται από ένα φάντασμα γονιού που δεν είναι γονιός. Μόνο που αυτό το φάντασμα καλύπτει και αλλοιώνει τον ίδιο του τον εαυτό στον ρόλο του γονιού. Από την άλλη, η ανάμνηση του ενηλίκου που αναστοχάζεται την καταπίεση που δέχτηκε ως παιδί δίνει τη θέση της σε ένα φάντασμα παιδιού που δεν είναι παιδί. Μόνο που αυτό το φάντασμα καλύπτει και αλλοιώνει την πραγματικότητα του δικού του παιδιού.