Το αίνιγμα της κενής εικόνας

  • Post category:Δοκίμια
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

Είχα προτείνει στους διοργανωτές ένα στρογγυλό τραπέζι με θέμα “Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας”. Δεν βρέθηκαν άλλοι πρόθυμοι να μετάσχουν σε κάτι τέτοιο. Σύμπτωμα άραγε κι αυτό της δυσκολίας να αναφερθούμε στην πιο προσωπική πτυχή αυτής της ιστορίας;

Ανήμερα μετείχα, κατά τα ειωθότα, σε τηλεοπτική εκπομπή. Ο δημοσιογράφος ρωτά τον δόκιμο σκηνοθέτη Σπύρο Ευαγγελάτο γιατί δεν έχουμε ακόμη κατορθώσει να δημιουργήσουμε σκηνικές αναπαραστάσεις του Πολυτεχνείου.

Αργότερα, σε εφημερίδα, λεγόταν το ίδιο: πώς το Πολυτεχνείο δεν έχει βρει θέση, ως αφίσα, σε κανένα φοιτητικό δωμάτιο. Απ’ ότι ακόμη ακούσαμε εδώ, από την κυρία Κόκκαλη, ούτε ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να παρουσιάσει μια τέτοια σκηνική αναπαράσταση.

Τέλος, η ίδια η αφίσα του συνεδρίου, σε μια πρόχειρη σημειολογική της ανάγνωση, δείχνει το ίδιο κενό της αναπαράστασης: Καμιά εικόνα και το παν συμπυκνωμένο σε μια στιγμή – “1973”.

Η απάντηση του ανθρώπου του θεάτρου ήταν ότι τα 20 χρόνια που πέρασαν δεν ήταν αρκετά για κάτι τέτοιο – πράγμα που αφήνει βέβαια αναπάντητο το αίνιγμα, αν αναλογισθούμε (απαριθμώ πρόχειρα) τους Πέρσες του Αισχύλου, την Guernica του Picasso, το Προείκασμα Εμφυλίου Πολέμου του Dali, τη φωτογραφία του ρεπουμπλικάνου στρατιώτη που πέφτει στον ισπανικό εμφύλιο ή, πιο κοντά μας, τον Τσε Γκουεβάρα.

Όπως και νά ‘ναι, η απάντηση αυτή ήταν, για μένα, επαρκώς ανεπαρκής, ώστε να παραμείνει ζωντανό μέσα μου το ερώτημα σχετικά με το αδύνατο της αναπαράστασης, το μυστήριο, το αίνιγμα της κενής εικόνας, που χαρακτηρίζει αυτή την αναφορά.

Βεβαίως, λόγοι ιστορικοί και πολιτικοί, μηχανισμοί ιδεολογικοί και λογικοί συμβάλλουν σ’ αυτή την αποσιώπηση. Όμως, και αυτοί οι λόγοι και μηχανισμοί οφείλουν, για νά ‘ναι αποτελεσματικοί, να προσφύονται σε βαθύτερες ψυχικές δυναμικές. Κι ακόμη περισσότερο, οι δυναμικές αυτές είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ερμηνεύσουμε το πιο αξιοσημείωτο – και, ίσως, πιο συμπτωματικό σημείο: Το ότι αυτοί που “έκαναν το Πολυτεχνείο” (τί φράση! ), κι αυτοί δεν κατορθώνουν να πληρώσουν την κενή εικόνα – είναι κι αυτοί ακόμη δέσμιοι του αδύνατου τη αναπαράστασης.

Αυτό το αίνιγμα της κενής εικόνας αναδεικνύεται πιο έντονα, αν αντιπαραβάλλουμε αυτό το “σκηνικό κενό” με το ότι ο κόσμος των λέξεων (λυρικού-αφηγηματικού χαρακτήρα) έχει υπεισέλθει σ’ αυτό το παραστατικό πεδίο. Ίσως γιατί οι λέξεις, εκ φύσεως, εγκαθιστούν μια απόσταση (ασφαλείας…) ανάμεσα στο νοερό απείκασμα και στο πράγμα. Ίσως πάλι γιατί, όσο μπορώ να γενικεύσω, η υποκειμενική σ’ αυτά τα πλάσματα του λόγου πρόταση-θέση είναι η ακόλουθη:

Ήταν υπέροχο. Όμως δεν κράτησε για πάντα.

Αν θέλουμε να αναδείξουμε τον ψυχικά σημαντικότερο πυρήνα αυτής της θέσης, φτάνουμε στην πρόταση-φαντασίωση

Ήταν άνθρωποι όμως…

Άνθρωποι όταν “έκαναν το Πολυτεχνείο”, “άνθρωποι” και μετά. Ο ψευδοαπομυθοποιητικός λόγος αφηγημάτων, όπως “Η Αρχαία Σκουριά”, που στήνουν σκηνικά από την εύκολη οπτική γωνία του “είχαν ανθρώπινες αδυναμίες όμως” (ατομικές ή οικογενειακές “τρύπες” ή «νευρώσεις», μικρότητες, συμβιβασμοί, «απαρνήσεις»…), εικονογραφούν τη συμπτωματική σημασία αυτού του «όμως». Το οποίο, συμπτωματικά και προς ερμηνεία, υποδηλώνει τη λανθάνουσα απογοήτευση της προσδοκίας «να μην είχαν (ανθρώπινες) αδυναμίες…». Προσδοκία, προφανώς, τόσο εξωπραγματική, που, ακριβώς επειδή είναι πραγματολογικά ανυπόστατη, διαιωνίζεται λόγω της υψηλής ψυχικής της αξίας.

Απ’ τη σκοπιά των ψυχικών διαδικασιών, και ιδιαίτερα από την ψυχαναλυτική σκοπιά, η πρωταρχική υπόθεση σχετικά με αυτό το μυστήριο, το αίνιγμα, είναι το ότι στον τόπο αυτής της κενής εικόνας αντιστοιχεί κάτι ψυχικά πολύ σπουδαίο και, ταυτόχρονα, ακραία ανυπόφορο. Ότι αυτό το κενό είναι μνημειακό ερείπιο, που υποδηλώνει και συγκαλύπτει ταυτόχρονα κάποιο βαθύτατο τραύμα ψυχών. Τόσο βαθύ, που ο τρόπος κυριάρχησής του είναι η άρνησή του με τη μορφή του αδιανόητου, του αφάνταστου, του κενού.

Τί μπορεί νά ‘ναι αυτό το ανυπόφορο, το τραυματικό, που αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου;

Η εξέγερση είναι απόλαυση.
Η εξέγερση είναι και άγχος.

Η παραδεδομένη τάξη των πραγμάτων υφίσταται πλήγματα και, ιδεωδώς, καταστρέφεται. Η καταστροφικότητα ως μέσον ελευθέρωσης γεννά λοιπόν την διφορούμενη απόλαυση της καταστροφής – και το άγχος που μια τέτοια οριακή απόλαυση θα μπορούσε να τροφοδοτεί.

Στην εξέγερση, οι φραγμοί των άδικων νόμων καταρρέουν, συμπαρασύροντας, στην πρακτική της εξέγερσης και στη βίωσή της, κάθε φραγμό: Η στιγμή «που είν’ όλα μπορετά» και που «απαγορεύονται οι απαγορεύσεις». Μια τέτοια απόλαυση εύκολα βρίσκει θέση στην ευχή «Ας κρατήσει για πάντα». Και, καθώς καθένας ξέρει πως ούτε για πάντα θα κρατήσει, αλλά κι αν κρατούσε για πάντα κανείς δεν ξέρει ως πού θα μπορούσε να φτάσει, το άγχος ανοίγει το δρόμο του ξανά.